Ο εξέχων, μαζί με τον Ριγιοσούκε Χαμαγκούτσι, σύγχρονος κινηματογραφικός δημιουργός της Ιαπωνίας αποφασίζει να κάνει μεταγραφή σε γείτονα χώρα και να σκηνοθετήσει ταινία στη Νότια Κορέα, πρώτον γιατί δέχτηκε πρόσκληση από μια σημαντική εταιρεία παραγωγής και δεύτερον γιατί το θέμα είναι φλέγον και επίκαιρο εκεί, έχοντας προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον και εγχώρια ανησυχία.

 

Το Τυχερό Αστέρι, που θα μπορούσε να ονομάζεται και Μεσίτες Βρεφών (σε μια λιγότερη εμπορική απόδοση του πρωτότυπου τίτλου Broker), αφορά ακριβώς την κοινωνική μάστιγα της εμπορίας νεογέννητων για λόγους ανέχειας και νομικών περιορισμών.

 

Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του περσινού Φεστιβάλ Καννών, ξεκινά με μια γυναίκα με καλυμμένο το πρόσωπό της, που αποθέτει ένα μωρό, προφανώς το δικό της, στα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας, σε ένα από τα πολλά baby boxes της χώρας. Ο ιδιοκτήτης ενός πλυντηρίου (ο Σονγκ Κανγκ-χο, που έγινε διάσημος από τα Παράσιτα του Μπονγκ Τζουν-χο) και το δεξί του χέρι, ο Ντονγκ Σου, παραλαμβάνουν το παιδί και σβήνουν κάθε ίχνος του περιστατικού από τις κάμερες, γιατί κερδοφόρα ασχολία τους είναι ακριβώς αυτό το παραεμπόριο. Η μητέρα επιστρέφει, ανακαλύπτει το κόλπο και τους ακολουθεί σε ένα τουλάχιστον παράξενο, παρακινδυνευμένης αληθοφάνειας road trip για την επικείμενη υιοθεσία του μωρού στη μαύρη αγορά.

 

Σε αμερικανικά χέρια η ταινία σίγουρα θα είχε συλληφθεί ως κωμωδία ή ακριβώς το αντίθετο, ως αιματοβαμμένη περιπέτεια, για να μην παρεξηγηθούν οι πιθανές συνέπειες μιας τόσο ανατριχιαστικής, εντελώς παράνομης πράξης που έχει καταντήσει επαναλαμβανόμενη πρακτική. Στο σενάριο και τη γενικότερη προβληματική του Κόρε-Έντα, το βάρος της ηθικής που διαβρώνει χαρακτήρες που, όσο κι αν προσπαθούν, αδυνατούν να μείνουν αποστασιοποιημένοι, άρα και ασυγκίνητοι από το γεγονός, αλλά και τη θέα ενός αθώου πλάσματος, μετράει περισσότερο, αν και όχι τελείως.

 

Με την πείρα του και τα κινηματογραφικά του αντανακλαστικά ο υποψήφιος για Όσκαρ και κάτοχος του Χρυσού Φοίνικα για τους Κλέφτες Καταστημάτων προσθέτει στη διαδρομή υποδόριο χιούμορ και το αστυνομικό στοιχείο, καθώς και αυτή η αυτοσχέδια οικογένεια ετερόκλητων ανθρώπων παρακολουθείται και ελέγχεται από τις Αρχές.

 

Ωστόσο, όσο κι αν Σονγκ Κανγκ-Χο είναι αυτόματα συμπαθής, χαρισματικός ηθοποιός και το ζήτημα προσεγγίζεται από πολλές πλευρές, με την ενσυναίσθηση και τον ουμανισμό να μη λείπει από τον μαθητή του Ναρούζε και του Όζου, είναι προκαταβολικά πολύ δύσκολο (ως απίθανο) να πεισθεί ο θεατής πως αυτή η παρέα είναι ικανή για κάτι τέτοιο, καθώς βλέπουμε τα ζευγάρια να κάνουν ακρόαση για να αναλάβουν στα σοβαρά ένα νεογέννητο και όλη αυτή την υπόθεση να διασχίζει τη χώρα, κουβεντιαστά και επεισοδιακά, τόσο αβίαστα.