Διαβάζουμε συχνά να χρησιμοποιείται από την κριτική ο όρος «οσκαρικό δόλωμα», ο οποίος έχει υποτιμητική χροιά και αναφέρεται συνήθως σε μια ταινία που είναι καμωμένη από τα απαραίτητα υλικά ώστε να σαρώσει στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Αντίθετα, δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ τον όρο «φεστιβαλικό δόλωμα», κάτι που οφείλεται μάλλον σε κριτικά κατάλοιπα του παρελθόντος, σε μια a priori αρνητική στάση απέναντι στα Όσκαρ πρωτίστως και σε θεάματα μεγαλύτερου κοινού δευτερευόντως, που δεν φαίνεται να υπάρχει ως προς τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ και προς τα θεάματα (ας πούμε) πιο arthouse προσανατολισμού που συμμετέχουν σ’ αυτά.
Κι όμως, υπάρχουν κι εκεί συνταγές, υπάρχουν συγκεκριμένοι δρόμοι και φόρμες που πρέπει να ακολουθήσεις για να θριαμβεύσεις σε ένα φεστιβάλ. Καλό θα είναι, π.χ., η ταινία σου να μη διαθέτει οφθαλμοφανές crossover appeal, αλλιώς θα έχει την τύχη του «Past Lives», το οποίο έφυγε με άδεια χέρια από το φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, παρά το γεγονός ότι ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Kάποιος κυνικός θα έβλεπε ως γνήσιο «φεστιβαλικό δόλωμα» τη νέα ταινία του Φελίξ Βαν Γκρόνινγκεν, που εδώ μοιράζεται για πρώτη φορά το σκηνοθετικό credit με τη σύντροφό του Σαρλότ Βαντεμίρς. Το κάδρο της είναι 1.33:1 για κανέναν προφανή λόγο, πέρα από το ότι αποτελεί μίνι-trend εδώ και κάποιο διάστημα στη φεστιβαλική σκηνή, ο ρυθμός της είναι ληθαργικός, οι σκηνές κρατούν σχεδόν πάντα περισσότερο από όσο θα έπρεπε, ώστε να βιώσουμε τον χρόνο που περνά.
Με δεδομένο ότι καμία ταινία στη φιλμογραφία του Βέλγου δεν τη θυμίζει και ότι, εκτός όλων των παραπάνω, η αφήγηση είναι πιο αφαιρετική από το σύνηθες, ένας πιο σκληροπυρηνικός οπαδός της θεωρίας του auteur θα διέκρινε άμεσο δόλο πρώτου βαθμού. Αν στεκόταν μόνο εκεί, όμως, δηλαδή σε αυτή την παρα-κινηματογραφική διάσταση της ταινίας, που έτσι κι αλλιώς έχει πρόσκαιρο, συγκυριακό χαρακτήρα σε επίπεδο κριτικής ανάγνωσης, θα έχανε κάτι πολύ όμορφο που κρύβεται μέσα της.
Δυο αγόρια, ο Μπρούνο που ζει δίχως φίλους στο βουνό και ο Πιέτρο που νιώθει εξίσου μόνος σε ένα διαμέρισμα της πόλης, θα βρουν στο πρόσωπο του άλλου τον άνθρωπο που έψαχναν και, για ένα μικρό διάστημα, θα χτίσουν στα μέρη του πρώτου μια ετεροτοπία, απαρτιζόμενη από δύο ανθρώπους, την οποία θα δυναμιτίσουν και τελικά θα διαλύσουν οι ενήλικες − δεν μπορούσαμε να μη σκεφτούμε τα παιδάκια που χωρίζονται βάναυσα στο «Peter Ibbetson» του Χένρι Χάθαγουεϊ. Χρόνια μετά θα ξαναβρεθούν και θα επιχειρήσουν να επιστρέψουν εκεί, μόνο που έχουν μεσολαβήσει διάφορα στο μεταξύ. Ναι, τα «8 Βουνά» αφηγούνται το χρονικό μιας φιλίας που απλώνεται μέσα στον χρόνο και δοκιμάζεται από τον αρσενικό ανταγωνισμό, στην πραγματικότητα, όμως, χαρτογραφούν την προσπάθεια μιας επιστροφής στην αθωότητα.
Είναι στη φύση μας να αγαπιόμαστε, στη φύση μας να αναζητούμε και να βρίσκουμε τη συντροφιά στο πρόσωπο του άλλου, μας λέει το σκηνοθετικό δίδυμο, αντλώντας έμπνευση από το μυθιστόρημα του Πάολο Κονιέτι. Αποτελεί μια ανθρώπινη σταθερά, διαχρονική σαν τα βουνά, φυσική σαν τη χλωρίδα και την πανίδα τους. Ο γονέας, δηλαδή η εκάστοτε προηγούμενη γενιά, είναι που τσακίζει στα δύο αυτή την αθωότητα, που γεννά τη διχόνοια, που μεταγγίζει το δηλητήριο που δέχτηκε κι εκείνη σε προγενέστερο χρόνο, αφήνοντας αυτόν που την έχασε να την αναζητά, να πασχίζει να επιστρέψει στην ανεμελιά του προσωπικού του «βουνού».
Μπορεί το voice-over να φανερώνει τις λογοτεχνικές καταβολές του, δεν είναι, όμως, ένα voice-over επεξηγηματικό. Χωρίς αυτό σχεδόν δεν υπάρχει ταινία, όχι γιατί καλύπτει τα κενά της αφήγησης και των διαλόγων, αλλά επειδή εκφράζει εκείνα που οι δύο άντρες δυσκολεύονται να ξεστομίσουν, λόγω της ενδιάθετης συναισθηματικής δυσκοιλιότητας του (άλλου) φίλου αλλά και των προκαταλήψεων του φύλου. Και, ταυτόχρονα, επειδή αποκαλύπτει τη βαθύτερη επιθυμία τους να παραμερίσουν τις αναστολές και να ανοίξουν τελικά το στόμα τους, να πάψουν να πηγαίνουν ενάντια στη φύση τους.
Μακάρι όλα τα «φεστιβαλικά δολώματα» να είχαν ανάλογη ψυχή.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0