Ο Πίτερ Τζάκσον έχει μια υγιή ψύχωση με το φανταστικό: δεν επαναλαμβάνεται, προφανώς διότι αντιλαμβάνεται πως η πληθώρα ιστοριών του δίνει τη δυνατότητα να εξερευνάει μια διαφορετική πτυχή του κόσμου που κρύβεται μέσα στην ψυχή ή τη φαντασία. Διασκευάζοντας το ευπώλητο Παραδεισένια Οστά, μάλλον κάνει τη χάρη στη σύζυγό του Φαρν Γουόλς και τη συνεργάτιδά του Φίλιπα Μπόγιενς. Βγαίνει έξω από τα νερά του και ποτέ δεν γραπώνει πραγματικά το πνεύμα της ιστορίας της 14χρονης Σούζι Σάλμον, η οποία πέφτει θύμα βιασμού και στη συνέχεια δολοφονείται το Δεκέμβριο του 1973.

Μεταξύ γης και ουρανού, προσπαθεί να συμβιβαστεί με την απώλεια, να δεχθεί τη μετάβαση, και στο μεσοδιάστημα να παρακολουθήσει τις επιπτώσεις της δολοφονίας της σε καθένα από τα μέλη της οικογένειάς της: η μητέρα της δεν μπορεί να αντέξει και φεύγει από το σπίτι, ενώ ο πατέρας της δεν αφήνει την πληγή να επουλωθεί, ελπίζοντας πως ο δράστης θα βρεθεί. Είναι η μόνη που γνωρίζει τον δολοφόνο και παρά τις αντίθετες υποδείξεις άλλων παιδιών που «συγκατοικούν» μαζί της σε αυτό το ιδιότυπο limbo, πιστεύει ακράδαντα πως θα βοηθήσει με τις δυνάμεις της στον εντοπισμό και την τιμωρία του.

Η ταινία, όπως και η Σούζι, διστάζει ανεπανόρθωτα. Ο συγκερασμός των δυο κόσμων, παρά την ύπαρξη μερικών εκπληκτικών σκηνικών, δημιουργημένων με τέτοια θεματική και εικαστική ευκρίνεια που σχεδόν αποτελούν ταινίες μικρού μήκους από μόνα τους, δεν δένει ποτέ καθ' ολοκληρίαν. Το ίδιο συμβαίνει και με το ύφος. Από το θρίλερ, στην προσωρινή ψευδαίσθηση της κοπέλας που προβάλλει τις προσλαμβάνουσές της για να χτίσει ένα tailor made προ-παράδεισο, στις απότομες συναισθηματικές της διακυμάνσεις, στο δράμα στο σπίτι, και πάλι στο επίγειο θρίλερ, με υπερβολική χρήση του σασπένς, που δοκιμάζει την αντοχή της αληθοφάνειας. Επιπροσθέτως, ο Τζάκσον, ο οποίος τον τελευταίο καιρό έχει ξεσυνηθίσει τους ηθοποιούς, χάνει το βόλι με τις ερμηνείες.

Η Σέρσα Ρόναν είναι η μόνη που ξεχωρίζει με το ταλέντο και τη σπαρακτική της ειλικρίνεια στο βλέμμα - διαθέτει την αθόρυβη σκηνή της ταινίας, όταν παρακολουθεί μέσα από το σκοτεινό τζάμι τον πατέρα της και το κεράκι τρεμοσβήνει, με τις αντανακλάσεις των δυο τους. Η Ρέιτσελ Βάις εξαφανίζεται από το προσκήνιο, μάλλον ψαλιδισμένη στο μοντάζ. Ο Μαρκ Γουόλμπεργκ είναι λίγος, η Σούζαν Σαράντον μια καρικατούρα τρελογιαγιάς των '60s, ενώ ο υποψήφιος για Όσκαρ Στάνλεϊ Τούτσι προδίδει τα χαρτιά του νωρίς στο παιχνίδι, με μια σειρά από μανιέρες που σαμποτάρουν το μυστήριο στα μάτια των άλλων. Είναι κρίμα, ωστόσο, να μιλάμε για την πιστή αναπαράσταση της εποχής των '70s και την εντυπωσιακή φωτογραφία, και όχι για το (χαμένο) σύνολο σε μια ταινία του Τζάκσον.