Απογυμνωμένη από τον ιδεαλισμό του Ερρίκου Ίψεν, στην Αγριόπαπια του οποίου βασίζεται η διασκευή του Αυστραλού Σάιμον Στόουν, η Κόρη κρατά τις βασικές παραμέτρους, την πλοκή και τη βαρύτητα, ακόμα και το όνομα της κόρης, της Χέντβιγκ, μεταφέροντας τη δράση στην αγροτική Αυστραλία. Η επιστροφή του γιου του τοπικού προύχοντα, που μόλις ανακοίνωσε το κλείσιμο του οικογενειακού εργοστασίου, για να παραστεί στον γάμο του πατέρα του με την κατά πολύ νεότερη οικονόμο του πυροδοτεί μια σειρά από δυσάρεστες, μοιραίες, αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ο Κρίστιαν, ο γιος του Χένρι, είναι ένας αλκοολικός που προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από μια αυτοκαταστροφική ζωή. Περνά κρίση στον γάμο του, η σύζυγός του δεν τον ακολουθεί στην επιστροφή του στη γενέτειρα και δεν έχει πραγματικά συγχωρήσει τον πατέρα του για την αυτοκτονία της μητέρας του, χρόνια πριν. Χαίρεται που ξαναβλέπει τον παλιό του φίλο και συμμαθητή Όλιβερ, ο οποίος, φαινομενικά, ζει αρμονικά με τη γυναίκα του Σάρλοτ και την κόρη τους Χέντβιγκ. Όχι πως δεν υπάρχουν προβλήματα κι εκεί: ο Όλιβερ έμεινε μόλις άνεργος, εξαιτίας της κίνησης του Χένρι, η έφηβη κόρη του είναι τσιμπημένη με έναν συμμαθητή της και πάνω που πλησιάζουν στην ολοκλήρωση του φλερτ τους η οικογένειά του πρέπει να μετακομίσει, λόγω της απόλυσης του πατέρα του.

 

Η προφανής μεταφορά δεν συγκαταλέγεται στα ατού του Σάιμον Στόουν, ο οποίος στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ξεδιπλώνει την πλούσια θεατρική του εμπειρία στη διεύθυνση των ηθοποιών και στη γνώση στην ανάπτυξη των χαρακτήρων

 

Η φιγούρα του Χένρι, παιγμένη λακωνικά, λιτά και στιβαρά από τον πολύπειρο Τζέφρι Ρας, δεσπόζει στις ζωές όλων και η έλευση του αποσταθεροποιημένου, συναισθηματικά νεκρωμένου γιου του επιτείνει την επιθυμία του να ξεφορτωθεί ένα παλιό μυστικό που κρύβει με βαριά καρδιά, αν και επιμελώς. Γίνεται σαφές πως ο Χένρι αποτελεί τον πνευματικό κρίκο με τον Σκανδιναβό δραματουργό, όντας αφέντης παλιάς κοπής, με ελλιπή ηθική ραχοκοκαλιά και μια βαθιά συνείδηση της δύναμης που συνδέεται με τον πλούτο και την πατερναλιστική αίσθηση της κληρονομιάς. Η υπεροχή του τον διαφυλάσσει και τον προστατεύει – μαξιλάρι επιβίωσης και φωτοστέφανο αθανασίας. Φοβάται την εκδίκηση, σπεύδει να την προβλέψει και, αν μπορέσει, να την αντιστρέψει υπέρ του, χωρίς ταυτόχρονα να δείχνει κακός, γιατί δεν χρειάζεται πραγματικά να εκτεθεί. Τον πετυχαίνουμε σε μια κρίσιμη καμπή, ασυνήθιστη γι' αυτόν, από το πρώτο κιόλας πλάνο: έχει βγει για κυνήγι, πυροβολεί μια άγρια πάπια, την τραυματίζει, αλλά διστάζει να την αποτελειώσει, σαν να διαισθάνεται τον συμβολισμό της. Αυτό το κλείσιμο του ματιού έχει συνέχεια, με το πτηνό να βρίσκει σωτήριο καταφύγιο στην τρυφερότητα της Χέντβιγκ. Η προφανής μεταφορά δεν συγκαταλέγεται στα ατού του Σάιμον Στόουν, ο οποίος στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ξεδιπλώνει την πλούσια θεατρική του εμπειρία στη διεύθυνση των ηθοποιών και στη γνώση στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, διακρίνοντας τις ερμηνευτικές διαφορές ανάμεσα στο σύγχρονο και στο κλασικό, κάτι που εξυπηρετεί την ανανέωση ενός έργου γραμμένου το 1885. Η μετασκευή του, ωστόσο, δεν είναι καθόλου θεατρική. Η χρήση του μουσικού σκορ που αντηχεί και υπογραμμίζει συχνότατα τον λυρισμό και τον υφέρποντα ζόφο, καθώς και η συμπαγής, ατμοσφαιρική σκηνογραφία, ταξιδεύουν το βλέμμα και μετακινούν τους άξονες από τους φορτισμένους, επικίνδυνους φορείς ενός μεγάλου ψέματος στο αθώο κι εκρηκτικό θύμα – αποκάλυψη η Οντέσα Γιανγκ στο ρόλο της Χέντβιγκ, πλαισιωμένη από ένα εξαιρετικό καστ.