Με την ταινία αυτή, που κατέληξε σε μια πιο σύντομη κινηματογραφική εκδοχή μετά την πρεμιέρα της 5ωρης τηλεοπτικής βερσιόν στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, ο Ολιβιέ Ασαγιάς υπογράφει ένα έπος που χρησιμοποιεί όλους τους κώδικες αφήγησης μιας πολύπλοκης ιστορίας που εκτείνεται σε ηπείρους και δεκαετίες με την ίδια άνεση που ο Κάρλος όργωνε το σύμπαν για να σκοτώσει, εκπλήσσοντας όλους εμάς που γνωρίσαμε τον Γάλλο σκηνοθέτη από τα αφαιρετικά και μάλλον ακροβατικά φιλόδοξα σχεδιάσματα του παρελθόντος του. Όπως είναι το σωστό, η μεγάλη κλίμακα υπάρχει μόνο για να εξυπηρετήσει τις λεπτομέρειες και τις παραμέτρους που συνθέτουν το πορτρέτο.

Το έργο είναι μια νευρώδης σπουδή στο flip side του Τσε Γκεβάρα, του αριστερού αγωνιστή που έγινε είδωλο και το πόστερ του κοσμεί ακόμη και σήμερα τα όνειρα κάθε επίδοξου επαναστάτη. Ο Κάρλος, γνωστός και ως Τσακάλι, χαρακτηρισμός που δεν χρησιμοποιείται στην ταινία και που δόθηκε όταν βρέθηκε στα υπάρχοντά του το μυθιστόρημα Day of the jackal, αποτέλεσε έναν μύθο των media, ένα φάντασμα που καταδίωκε τον Δυτικό Κόσμο με ένα και μοναδικό ιχνογραφημένο του πορτρέτο να τον απεικονίζει ως κορυφαίο καταζητούμενο, μια σχεδόν παιδική μουντζούρα έναντι ενός άφαντου τρομοκράτη. Αντίθετα από τον πολιτικό ρομαντισμό του Τσε, ο Κάρλος του Ασαγιάς είναι ένας πραγματιστής που μιλάει και σκέφτεται σαν πολυβόλο, γεννημένος σε μαρξιστική οικογένεια (εξού και το όνομα Ίλιτς) και εκπαιδευμένος στη Σοβιετική Ένωση, που συμβολίζει το τέλος της αθωότητας της ιδεολογίας και την απαρχή μιας μεγάλης συζήτησης για το τι ακριβώς σημαίνει πολιτική δράση στη σύγχρονη ιστορία.

Στην αρχή της ταινίας, ο Κάρλος προσπαθεί να εξηγήσει σε μια έξαλλη κοπέλα πως η δόξα είναι μονόδρομος και πως με κάθε σφαίρα του θα φυτεύει και μια ιδέα. Για ποια ιδέα μιλούσε δεν καταλάβαμε ποτέ, καθώς ο Κάρλος εξελίχθηκε από αντι-σιωνιστή και ορκισμένο εχθρό του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού σε ένα πιόνι-μισθοφόρο. Πολύ πριν η ταινία διαλύσει το μυστήριο του πιο διάσημου σκίτσου στον κόσμο, ο Κάρλος όντως συνελήφθη, τον μπουζούριασαν μάλλον, χωρίς δόξα και τιμή, αποκαλύπτοντας ένα κοινό πρόσωπο, έναν άνθρωπο που κατηγορήθηκε για το ελάχιστο των πράξεών του, καταδικάστηκε σε ισόβια και φυλακίστηκε στη Γαλλία, όπου εκτίει ακόμη την ποινή του.

Δεν ήταν πλέον ούτε ο μύθος των media, ούτε ο πιστός δούλος των μυστικών υπηρεσιών του σοβιετικού συστήματος και του προ-παλαιστινιακού κινήματος, μια και το Aνατολικό Mπλοκ κατέρρευσε και το διεθνές δίκτυο αντίστασης στο πολιτικό κατεστημένο ξεδοντιάστηκε στα ‘90s, αφού λίγο πριν, η δεξαμενή των αναθέσεων είχε στερέψει. Η σύλληψή του σήμανε και την αποκαθήλωση του πρώτου και πιο αιματηρού κύκλου της στρατευμένης τρομοκρατίας, της εποχής της ευρωπαϊκής «επανάστασης». Ο Κάρλος δεν πρόλαβε να συμμετάσχει στον δεύτερο κύκλο, αν και από το κελί του δήλωσε τη συμπαράστασή του στον Οσάμα Μπιν Λάντεν και τον Σαντάμ Χουσέιν. Ο Ασαγιάς τράβηξε λαχείο προσλαμβάνοντας τον φοβερό (και με συμπτωματικά το ίδιο επώνυμο) Έντγκαρ Ραμίρεζ και μαζί έχτισαν έναν ήρωα ωραιοπαθή, φουρκισμένο, που βλέπει τον φόνο ως απόλυτο high και επιτίθεται στα θύματα με μια παρέα κακοποιών (σαν ποζάτη μπάντα από τα ‘70s), και που σταδιακά αποσυντίθεται σε έναν τύπο που αναλώνεται σε περίεργα deals και χάνεται σε αντικρουόμενες εντολές.

Κι ενώ ο Τσε του Στίβεν Σόντεμπεργκ, που δυστυχώς δεν παίχθηκε στις ελληνικές αίθουσες, ορθώς μοιάζει με γαλλική ταινία με αμερικανικό ύφασμα, το φιλμ Κάρλος ρέπει περισσότερο προς το αμερικανικό σινεμά, διατηρώντας τη γαλλική του ψυχή. Εξηγούμαι:. πρώτον, η ταινία εξωτερικά «τρέχει», αλλά στον πυρήνα της τοποθετεί το σασπένς στον ψυχισμό του Κάρλος, στο δράμα γύρω από την υπερκινητική του αμηχανία και τη σύγχυσή του για το νήμα και το νόημα της αναξιόπιστης δράσης του. Είναι ένας επιτυχημένος συγκερασμός μυθοπλασίας και αντικειμενικότητας, σκληρή βιογραφία που δεν κουράζει γιατί δεν υποκύπτει στο συναίσθημα (αυθαίρετο θα ήταν, καθώς επινοούνται πολλές γέφυρες ανάμεσα στα προσωπικά του Κάρλος και τα καταγεγραμμένα γεγονότα) και δεν γέρνει σε καμία πλευρά. Και δεύτερον, ο Ασαγιάς «είδε» τον ήρωά του ως έναν αυτοανακηρυχθέντα σταρ που προδόθηκε όταν το star system που τον έθρεψε, καλύπτοντάς τον, εξέλιπε. Το κοινό αντιλήφθηκε πόσο πεζός και διάτρητος μπορεί να είναι ένας κάποτε συγκροτημένος και πλέον ακυβέρνητος γερασμένος φαντομάς άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ οι θεατές παρακολουθούν την εκφυλιστική του πορεία προς το άδοξο φινάλε.