Τα τέρατα και η μυθολογία (ευτυχώς) παραλείπονται εντελώς από την αφαιρετική, στοχαστική διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας του Ουμπέρτο Παζολίνι, ενώ οι θεοί και οι δαίμονες, οι κινητήριες δυνάμεις του αρχαϊκού σύμπαντος, κυρίως υπονοούνται σε ένα έργο δωματίου ή μάλλον παλατιού, κλειστό και σκοτεινό, απ’ όπου απουσιάζει η δράση και όπου κυριαρχούν τα πρόσωπα των δυο πρωταγωνιστών. Ο βασιλιάς (Φάινς) ξεβράζεται πληγωμένος και αγνώριστος στην Ιθάκη, άγνωστος μεταξύ εχθρών, με τον ταπεινωμένο, οργισμένο γιο του, Τηλέμαχο (Πλάμερ), να προσπαθεί να αποκρούσει τη χλεύη των μνηστήρων και την Πηνελόπη, αγέρωχη σαν υπερήφανο άγαλμα, να αντιστέκεται στον όχλο και να ελπίζει βαθιά κόντρα στα προγνωστικά και στην κοινή λογική.

 

Το αν αντιλήφθηκε τον σύζυγό της τη στιγμή που τον αντίκρισε για πρώτη φορά μετά τις δεκαετίες της απουσίας του στον Τρωϊκό Πόλεμο δεν θα το μάθουμε ούτε εδώ – ένα δραματουργικό μυστήριο χιλιετιών που εξατμίζεται δημιουργικά στην έντονη συνάντηση των δυο τους για χάρη της όψιμης, ώριμης χημείας που θα αναπτύξουν στο τρίτο και πιο κινητικό μέρος της Επιστροφής. Ο Ιταλός σκηνοθέτης δεν έχει αλλοιώσει την ουσία και πολλές φορές τη ροή των κειμένων όπως τα θυμόμαστε κι εμείς από το σχολείο. Διατηρώντας τη βασική δομή, αποψίλωσε τη δράση για να εστιάσει στην αρετή της Πηνελόπης και την ηθική του Οδυσσέα – τουλάχιστον όση έχει απομείνει στην αποκτηνωμένη από τον πόλεμο ψυχή του. Το ζευγάρι από τον Άγγλο Ασθενή και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη «παντρεύεται» και πάλι στη μεγάλη οθόνη και δυο μεγάλοι ηθοποιοί διαφορετικών σχολών υποκριτικής μοιράζονται στιγμές μισεμού και βαθιάς επιθυμίας στις χαμηλόφωνες και ουσιωδέστερες σκηνές μιας πένθιμης ταινίας.