Το δυναμικό, σφοδρό σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γουίλιαμ Όλντροϊντ, σαν μια σφιχτή, συγκεντρωμένη εκδοχή του Ανεμοδαρμένα Ύψη της Άντρεα Άρνολντ, βασίζεται στο μυθιστόρημα του Νικολάι Λέσκοφ Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ, που στη συνέχεια έγινε, εξαιρετικά ενοχλητική για το σταλινικό καθεστώς, όπερα σε μουσική του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς, καθώς και ταινία από τον Αντρέι Βάιντα το 1962.

 

Η πηγή έμπνευσης παραμένει βεβαίως η δολοπλόκος, ραδιούργα ηρωίδα του Σαίξπηρ και αυτή η διασκευή μεταφέρει τη δράση στην Αγγλία του 19ου αιώνα με πρωταγωνίστρια την Κάθριν, η οποία βρίσκεται προ δυσάρεστου απροόπτου την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον Αλεξάντερ, ο οποίος αποδεικνύεται ερωτικά και συναισθηματικά αδιάφορος, ένας ψυχρός άνδρας που προφανώς κουβαλά την τοξική αγένεια του αυστηρού πατέρα του Μπόρις, τον οποίο η Κάθριν υποχρεώνεται να ανεχτεί σε αμίλητα γεύματα και σύντομες ανταλλαγές λεκτικής επίπληξης όσο ο σύζυγός της λείπει σε ταξίδια. Σύντομα το έργο μετατοπίζει το αρχικό τρίγωνο, αφού η Κάθριν υποκύπτει πρόθυμα στο έντονο φλερτ του επιστάτη Σεμπάστιαν κάτω από το διακριτικό και φοβισμένο βλέμμα της βοηθού της Άνα. Η αφύπνιση της σεξουαλικότητάς της δίνει μια προσωρινή, τελείως απατηλή εικόνα μιας γυναίκας που απεγκλωβίστηκε από τη δυστυχία και αγκάλιασε με θέρμη, έστω και παράνομα, την προσωπική απόλαυση.

 

Σύντομα το έργο μετατοπίζει το αρχικό τρίγωνο, αφού η Κάθριν υποκύπτει πρόθυμα στο έντονο φλερτ του επιστάτη Σεμπάστιαν κάτω από το διακριτικό και φοβισμένο βλέμμα της βοηθού της Άνα.

Η αμαρτία αυτή, ωστόσο, είναι απλό πταίσμα μπροστά στις δολοφονικές αντιδράσεις της, όποτε αισθάνεται πως απειλείται. Τα πρώτα δείγματα είναι καθοριστικά: όταν ο πεθερός της ζητάει να πιεί από το καλό του κρασί και η υπηρέτρια εξηγεί τρομοκρατημένη πως δεν έχει απομείνει καμία φιάλη, η Κάθριν αλλάζει θέση και παρακολουθεί τον εξευτελισμό της κοπέλας που καθημερινά την ντύνει και την πλένει όχι μόνο χωρίς να ομολογήσει πως εκείνη το κατανάλωσε, αλλά χαμογελώντας χαιρέκακα καθισμένη στη γωνία, παρακολουθώντας την Άνα να τιμωρείται από τον αφέντη της, οπισθοχωρώντας στα τέσσερα, «σαν ζώο», όπως την προστάζει ο Μπόρις. Η Άνα είναι μαύρη, ο Σεμπάστιαν μιγάς, και ο Όλντροϊντ, εμμέσως και οπωσδήποτε σαφώς, συσχετίζει το ταξικό και προσωπικό παιχνίδι της επιβολής της εξουσίας με την προβληματική κοινωνική τοποθέτηση των ανθρώπων αφρικανικής καταγωγής.

 

Η αφύπνιση της σεξουαλικότητάς της δίνει μια προσωρινή, τελείως απατηλή εικόνα μιας γυναίκας που απεγκλωβίστηκε από τη δυστυχία και αγκάλιασε με θέρμη, έστω και παράνομα, την προσωπική απόλαυση.

Δεν περιορίζεται στην απλουστευτική λογική της υποτίμησης οποιουδήποτε δεν είναι λευκός, καθώς η τρίτη πράξη ανατρέπει τα δεδομένα, με ένα μαύρο παιδί της ανώτερης τάξης γίνεται καταλύτης για την αποκάλυψη της πραγματικής Κάθριν, σε περίπτωση που ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος θεατής είχε αμφιβολίες για την ηθική μιας γυναίκας που ενδεχομένως και να αναγκάζεται να αμυνθεί λόγω της διπλής της ατυχίας να γεννηθεί γυναίκα και να πέσει σε μια άκαρδη οικογένεια. Πάνω απ' όλα, η Lady Macbeth είναι το πορτρέτο μιας ψυχικά άκαμπτης, αδιαπέραστα θωρακισμένης γυναίκας με στρεβλή συνείδηση και εντελώς δική της αίσθηση του δικαίου, μια πρωτο-γκάνγκστερ με ευφάνταστα άλλοθι και ποικίλα όπλα στη φαρέτρα της.

 

Από τις πρώτες της σκηνές μέσα στο σπίτι, έτσι όπως κάθεται σαν άδεια κούκλα με πορσελάνινο, στρογγυλό πρόσωπο και χτυπητό μπλε φόρεμα, μέχρι τις παθιασμένες απόπειρες να νοικοκυρέψει το χάος και την τελική, αυτοκρατορική υποχώρηση στη θέση που κέρδισε με τις ανίερες πράξεις της, η Κάθριν της Φλόρενς Πιου είναι μοντέρνα και κλασική ταυτόχρονα. Και δίνει επιπρόσθετο νόημα σε ένα φιλμ που κάθε άλλο παρά τυπικό δράμα εποχής είναι.