Αναδρομικά, θα μάθουμε τι κρύβεται πίσω και πέρα από τη Μέριλιν Μονρό περούκα, το μουτζουρωμένο μακιγιάζ και τα μέταλλα στα πόδια του Ντάγκλας, αφού πρώτα τον δούμε να οδηγεί ένα φορτηγό με σκυλιά, να τα χρησιμοποιεί ως όπλα εναντίον της τοπικής μαφίας και, το κλου, να τραγουδά Πιάφ και Ντίτριχ in full drag.

 

Σύμμαχος του μοναχικού και καταφρονεμένου είναι μια ντετέκτιβ, που αφού πρώτα τον ανακρίνει, μετά τον ψυχολογεί και τον συμπονά, αλλά κάνει και τη δουλειά της, με αιχμή του δόρατος αυτόν τον απροσδόκητο εκδικητή που από μικρό αγαπούν και εμπιστεύονται τα κατοικίδια, που συμπεριφέρονται σαν εκπαιδευμένα ρομπότ, σε ένα μείγμα γκροτέσκας κωμωδίας και παρατραβηγμένης περιπέτειας, αγγλόφωνης και δανεικής σαν κουρελού παλιότερου και πρόσφατου, κυρίως αμερικανικού σινεμά.

 

Ο Λικ Μπεσόν έχει την πολυτέλεια να προτείνει τα υπερβολικά σενάριά του στον εαυτό του, να κάνει την παραγωγή και όποτε έχει διάθεση, όπως εδώ, να αποφασίζει να τα σκηνοθετεί κιόλας, σαν να έχει βάλει στοίχημα με κάποια ανώτερη δύναμη πως εκείνος γνωρίζει καλύτερα πού μπορεί να βγάλουν οι ιδέες των άλλων. Στον εξοργιστικό, ενίοτε «παρακολουθήσιμο» Dogman του, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του πρόσφατου Φεστιβάλ Βενετίας, δεσπόζει ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς (Τρεις Πινακίδες, Nitram), ο οποίος επελαύνει σαν τον Joker, κυρίως του Χοακίν Φίνιξ, και παίζει ακριβώς σαν τον Ράστι του αείμνηστου Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν στο ατυχές Flawless, μείον τη ζεστασιά.