Η ταινία περιγράφει την ιστορία ενός Ελληνοαυστραλού που κληρονομεί μια παραλία και μια ταβέρνα στη Μύκονο από έναν θείο τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ. Αγνοώντας την ελληνική νοοτροπία και κουβαλώντας μια «αφέλεια» δεύτερης γενιάς (του μετανάστη), θα ταξιδέψει με τον ιταλικής καταγωγής κολλητό του στη Μύκονο. Εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπος με συγγενείς και τοπικούς παράγοντες, που όλοι θα προσπαθήσουν να τον εξαπατήσουν και να του βάλουν «τρικλοποδιές». Έτσι θα ανακαλύψει πως μια δελεαστική κληρονομιά κρύβει πολλές παγίδες και πως η όμορφη Μύκονος δεν είναι ο παράδεισος που φανταζόταν.

Ο Νικ Γιαννόπουλος δεν είναι τυχαίος κωμικός και η επιτυχία του στην Αυστραλία φανερώνει τη γνώση του timing και του εθνικού στοιχείου σε μια χώρα που οι φυλετικές προσβολές ισχύουν μεν, έχουν απενοχοποιηθεί και αναπτυχθεί δε. Ο Ελληνοαυστραλός δημιουργός έχει εφεύρει εδώ και καιρό τον Ελληνάρα (wog boy στη χώρα του) και μερικά χρόνια μετά την πρώτη του ταινία επιχειρεί μια συνέχεια πάνω στον κεντρικό χαρακτήρα και κάποιους δορυφόρους/φίλους του (όπως ο Γιουγκοσλάβος, που βρίζει βάζοντας το fucking στο τέλος κάθε πρότασης) που λαμβάνει χώρα στη Μύκονο. Η σκέψη του να θίξει τις μειονότητες, θεωρώντας πως κανείς δεν είναι πλειονότητα, όσο κι αν νομίζει το αντίθετο, είναι σωστή και βάσιμη.

Στην εφαρμογή της είναι ασταθής. Το σενάριο της ταινίας χωλαίνει όχι μόνο σε κάποιες λεπτομέρειες που δεν είναι αρκετά κωμικές, αλλά στη βασική ιστορία του ρομάντσου μεταξύ της λαϊκής τραγουδίστριας Ζωής (Μακρυπούλια) και του ίδιου του πρωταγωνιστή, κυρίως γιατί δεν υπάρχει καθόλου πειστική ερωτική χημεία μεταξύ τους και επίσης γιατί ο χαρακτήρας του Γιαννόπουλου είναι ένα εφεύρημα για να βγάζει γέλιο κι όχι ένα πλάσμα με ψυχή και απτά αισθήματα. Η Μύκονος χρησιμοποιείται τουριστικά στο μεγαλύτερο μέρος της, αλλά μερικές ιδέες (όπως το ράλι) είναι πρωτότυπες, ακριβώς γιατί προέρχονται από έναν άνθρωπο που βλέπει με φρέσκο μάτι ένα νησί που εμείς οι Ελλαδίτες έχουμε συνδυάσει με παγιωμένα κλισέ.