Σε ένα ήσυχο χωριό, ένα ονειρεμένο σπίτι στη μέση του πουθενά βγαίνει προς πώληση. Για τον Σιμόν και την Aντελαΐντ, που ζουν στριμωγμένα στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι με τα δυο τους παιδιά, είναι η τέλεια ευκαιρία. Αλλά το όνειρο μετατρέπεται γρήγορα σε εφιάλτη όταν συνειδητοποιούν ότι οι γείτονές τους χρησιμοποιούν το δάσος που τους ανήκει ως κυνηγότοπο.

 

Σύμφωνα με μια λαϊκή παροιμία, «σε αυτούς που δεν έδωσε ο Θεός παιδιά, έδωσε ο Διάολος ανίψια», αλλά περνώντας λίγα δευτερόλεπτα με τα κατά τα άλλα τρισχαριτωμένα παιδάκια του Σιμόν και της Αντελαΐντ αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι ο ανώνυμος στοχαστής τα είπε ανάποδα. Η φασαρία εντός και εκτός σπιτιού τούς αναγκάζει να αφήσουν το παριζιάνικο διαμέρισμά τους και να μετακομίσουν στην εξοχή, όπου η ζωή είναι πιο ήσυχη και τα θηρ… εεεε, τα παιδιά μπορούν να τρέξουν και να παίξουν ελεύθερα στον φυσικό τους χώρο. Ο τίτλος ιδιοκτησίας τους περιλαμβάνει και το διπλανό δασάκι, όπου οι γείτονες έχουν άδεια διόδου.

 

Την επομένη της μετακόμισης, ο Σιμόν και η Αντελαΐντ διαπιστώνουν ότι οι γείτονες κυνηγούν στο δάσος κι αυτό θα σταθεί αφορμή για μια επεισοδιακή φαρσοκωμωδία με καλαμπούρια για τις διαφορές μεταξύ πρωτευουσιάνων και επαρχιωτών αλλά και με «σπαρταριστά» επεισόδια, σαν εκείνο που μπαίνει μια κότα στο σπίτι τους – τύφλα να ’χει ο Μπίλι Γουάιλντερ. Για να είμαστε δίκαιοι, έχουμε δει και χειρότερα, δεν γίνεται ποτέ προσβλητικό το θέαμα, αλλά πάσχει σοβαρά από έλλειψη ανεκδότων και κωμικού ερμηνευτικού χαρίσματος, σε βαθμό που, αν δεν χάνεται κάτι στη μετάφραση, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να έκοψε τόσο πολλά εισιτήρια στη χώρα παραγωγής του.

 

Κατά τα άλλα, η κυκλοφορία του σημαίνει την επίσημη έναρξη της κινηματογραφικής κυνηγετικής περιόδου του θέρους, αυτής που οι διανομείς φορτώνουν τις αίθουσες με ανέμπνευστες γαλλικές κωμωδίες και οι αιθουσάρχες κυνηγούν τους θεατές για να μπουν μέσα.