Οι 127 ώρες που έζησε παγιδευμένος από ένα βράχο ο πεζοπόρος και ορειβάτης Άρον Ράλστον είναι το θέμα του ομώνυμου φιλμ του Ντάνι Μπόιλ, ενός σκηνοθέτη που απολαμβάνει την κινηματογράφηση ζοφερών θεμάτων, για να οδηγήσει τους παθόντες-ήρωες (όπως στο Trainspotting και το Slumdog Millionaire) στην υπαρξιακή αμφισβήτηση, την έκκριση αδρεναλίνης και το θαύμα της λύτρωσης. Αναγκαστικά, το 127 Ώρες δεν διαθέτει την πολυπλοκότητα του ινδικού έπους που σάρωσε στα Όσκαρ πρόπερσι, αλλά ο Μπόιλ αξιοποιεί όλες τις δυνατές λύσεις, μεταφέροντας τη λογική ενός δράματος δωματίου σε αυτό το κενό αέρος όπου εγκλωβίστηκε ο Ράλστον.

Αντιμέτωπος με μια ατυχία σχεδόν τραγικών διαστάσεων, ο Ράλστον σταδιακά συνειδητοποιεί τα λάθη που του κόστισαν το χέρι του - ο άτυχος ορειβάτης κατάφερε να επιβιώσει με ελάχιστα μέσα, έχοντας ξεχάσει να πάρει μαζί του ισοτονικό αναψυκτικό, ελβετικό σουγιά και περισσότερη ξηρά τροφή. Ακρωτηρίασε το ήδη νεκρωμένο χέρι του αργά και βασανιστικά, και αιμόφυρτος και κατάκοπος περπάτησε για να βρει βοήθεια από περαστικούς στο φαράγγι, που αντί να γίνει ο τάφος του, μετατράπηκε σε μια εμπειρία ζωής ικανή να τον κάνει πιο σοφό αλλά όχι και να ανακόψει τις φυσιολατρικές του ανησυχίες: ο Ράλστον παντρεύτηκε και έγινε πατέρας και, έστω και με ένα χέρι, συνεχίζει να ανεβαίνει βουνοκορφές και να παραμένει ερωτευμένος με τον ανοιχτό ορίζοντα. Οι επιπλοκές της υπερβολικής αυτοπεποίθησης είναι ουσιαστικά το θέμα της ταινίας.

Σίγουρος για τις δυνάμεις του, ο Ράλστον έβγαλε τη γλώσσα στην αγαπημένη του φύση, υποτιμώντας από κακό υπολογισμό και αλαζονεία τον αστάθμητο παράγοντα της κακιάς στιγμής.Λένε πως πρέπει να σέβεσαι τη θάλασσα, αλλά το παράδειγμά του μας προτρέπει να συμπεριλάβουμε τους χερσαίους περιπάτους στο μενού των ακραίων κινδύνων. Στριμωγμένος σε μια μικρή, ασφυκτική τρύπα, ανάμεσα σε αιώνιους βράχους, μόνος και έρημος, με μια αχτίδα ουρανού πάνω από το κεφάλι του και ελάχιστα εργαλεία για να του δώσουν παράταση σε ένα μαρτύριο χωρίς εμφανές τέλος, ο Ράλστον είδε τη ζωή του σε άτακτο rewind διάρκειας περίπου 5 ημερών, θολωμένος από την πείνα και τη δίψα.

Το 127 Ώρες είναι μια εμφατική απολογία προς την οικογένεια, τους φίλους, την ερωμένη και δυο κοπέλες που είχε συναντήσει την ίδια μέρα, ενός ανθρώπου ακυρωμένου στο ίδιο του το γήπεδο, σε ένα μονοπάτι που γνώριζε αλλά δεν σεβάστηκε όσο έπρεπε. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ζωή που ξετυλίγεται είναι η γυμνή ψυχή του ερήμην «συνοδοιπόρου», το εφιαλτικό alter ego της μοναξιάς που επιζητούσε έντονα. Ο Μπόιλ κάνει πάρτι με όλους τους πιθανούς τρόπους που μπορεί να αποτυπώσει τον δεσπόζοντα χώρο και την κατάρρευση του Ράλστον. Είναι μοναδικός να συνθέτει μια ταινία σε ένα στυλ που τέμνει το ντοκιμαντέρ με το βιντεοκλίπ, χωρίς να χάνει την αυτοσυγκέντρωσή του στους χαρακτήρες - εδώ, τον ένα χαρακτήρα.

Η μαύρη τρύπα στη μέση του πουθενά παίρνει διαστάσεις και χρώματα, εκδικείται και θριαμβεύει, ενώ ο κατακτητής της υποκύπτει στην ύβρη του, χάνει αίμα κι ελπίδες, εξομολογείται στα βράχια για τις πράξεις/αμαρτίες του - είναι να σαν να πιστεύει στη θρησκεία της φύσης και να του τυχαίνει το θαύμα για να πιστέψει στη θεϊκή της πλευρά. Σίγουρα υπερσκηνοθετημένο αλλά ποτέ βαρετό και ηττοπαθές, το έργο κρατάει μέχρι το τέλος χάρη στον οίστρο του Μπόιλ, με αρωγούς το μουσικό τέμπο του Α.Ρ. Ράχμαν και την πειστικότητα του Τζέιμς Φράνκο, ίσως του πιο ενδιαφέροντα και διάφανου ηθοποιού της γενιάς του. το 127 Ώρες είναι υποψήφιο για Όσκαρ παραγωγής, σεναρίου, ερμηνείας, μουσικής, τραγουδιού και μοντάζ.