Ο Μπρούνο, ο επιδερμικός γκέι fashionista που επινόησε ο Κοέν, είναι μια απευθείας προσβολή στο καλό γούστο και τους απανταχού ομοφοβικούς, που δεν αποκλείεται να τσαντίσει και τους ομοφυλόφιλους ακτιβιστές, καθώς με το I.Q. ραδικιού που κουβαλάει δεν είναι πρότυπο παρά μόνο για τους ορκισμένους κυνηγούς κάθε μορφής δημοσιότητας.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας Μπρούνο είναι η ομοιότητα των μιξαρισμένων με τη μυθοπλασία, ντοκιμενταρίστικων περιπετειών του ήρωα με τον Μπόρατ. Ο παρουσιαστής εκπομπής στη Βιέννη, κραγμένος fashionista, είναι μια ψωνάρα που επιθυμεί να γίνει ο πιο διάσημος Αυστριακός μετά τον Χίτλερ! Είναι επιφανειακός και τόσο βλάκας, που δεν καταλαβαίνει πως η φήμη του είναι ένα περαστικό ανέκδοτο και, όταν τη χάνει, αναζητά ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα, πάση θυσία. Παρέα με το μόνο βοηθό που του απέμεινε (καθώς ο πυγμαίος, ασιατικής καταγωγής εραστής του τον εγκατέλειψε), ένα συνηθισμένο τύπο που ο Μπρούνο τού φέρεται σαν να είναι έπιπλο, ξεκινάει για το Λος Άντζελες για να κατακτήσει τον κόσμο. Ως ηθοποιός είναι ανεκδιήγητος. Προσλαμβάνει έναν ατζέντη και φτιάχνει ένα δοκιμαστικό εκπομπής, όπου το σημείο αιχμής του είναι μια συνέντευξη με την Πόλα Αμπντούλ, η οποία κάθεται σε ανθρώπινες καρέκλες, δηλαδή σε Μεξικανούς που παριστάνουν τα καθίσματα, και ένα «fuck you» του Χάρισον Φορντ σε μια έξοδο του ηθοποιού από ένα εστιατόριο. Τελειωμένος στην πόλη της ψυχαγωγίας, αναζητά ένα φιλανθρωπικό σκοπό, ακόμη και μια ακραία αποστολή με πολιτική ατζέντα. Πηγαίνει στη Μέση Ανατολή όπου εξοργίζει τα πλήθη με το ντύσιμό του, τρομοκράτες με τη συμπεριφορά και ηγέτες με τις προτάσεις του. Συνεχίζει υιοθετώντας ένα μαύρο παιδάκι, σε ανταλλαγή με ένα συλλεκτικό I Pod, και το ανακοινώνει σε μια τηλεοπτική εκπομπή με μαύρους Αμερικανούς. Του έρχεται η φαεινή ιδέα να γίνει ετεροφυλόφιλος, καθώς αντιλαμβάνεται πως οι περισσότεροι σταρ έγιναν διάσημοι γιατί είναι straight (ονοματίζει τον Τομ Κρουζ, διόλου τυχαία φαντάζομαι). Επισκέπτεται πνευματικούς που προσπαθούν να τον πείσουν να αλλάξει σεξουαλική ταυτότητα, πηγαίνει σε στρατόπεδο για να γίνει άντρας (αποτυχημένη σκηνή, φαίνεται πολύ στημένη για να τη βγάλει καθαρή), γνωρίζει κλασικούς κυνηγούς αλλά του την πέφτει στο μέσο της νύχτας με φτηνές δικαιολογίες, και ενώνεται με μια παρέα ζευγαριών που αλλάζουν συντρόφους, αλλά προδίδεται όταν στυλώνει το βλέμμα του στους άντρες και αρνείται να υποκύψει στις σαδομαζό προσταγές μιας ξανθιάς αφέντρας. Το τελικό του χτύπημα είναι μια διοργάνωση αγώνων κατς, μερικούς μήνες αργότερα, τους οποίους παρουσιάζει σε πλήρη μάτσο αμφίεση, με φαβορίτες και Midwestern look. Αλλά ο παλιός του βοηθός αμφισβητεί τον ανδρισμό του και ο Μπρούνο τον προκαλεί σε μια μονομαχία, που καταλήγει σε ένα παρατεταμένο φιλί αλά Τιτανικός, που επισείει τη μήνη των θερμόαιμων οπαδών, σε μια σκηνή που είναι υπέροχα στημένη, αν και καρμπόν της αντίστοιχης στο Μπόρατ, όταν ο «ξένος» άδειασε και εξόργισε τους παριστάμενους γελαδάρηδες σκοτώνοντας τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ.

Η βλακεία του Μπρούνο, όπως και του Μπόρατ, είναι κλινική, επιθετική, αήττητη. Οπτικά, είναι ένας κινούμενος στόχος και όταν ανοίγει το στόμα του, πάντα σε συνδυασμό με την εμφάνισή του, γαργαλάει τη συστηματική προσπάθεια του μέσου όρου να συμβιβαστεί με το διαφορετικό, το ξεφωνημένο, το ταμπού. Σε κοινωνίες όπως το Ισραήλ το αστείο δεν πιάνει ιδιαίτερα, αφού η αντιμετώπισή του από τη συντηρητική μάζα παράγει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Είναι προφανές ότι η σάτιρα απευθύνεται στη θεωρητικά αμερικανική κοινότητα, που έχει θεσπίσει τα ατομικά δικαιώματα αλλά βαθιά στην καρδιά της δεν μπορεί να τα αποδεχθεί, όντας γκετοποιημένη. Ο Μπρούνο είναι χαριτωμένο αξιοθέατο μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά στις ενδιάμεσες πολιτείες έχει σοβαρό θέμα. Όταν αδυνατεί να απελευθερωθεί από τις χειροπέδες, γυμνός με τον εραστή του στο κρεβάτι, γαρνιρισμένος με σεξουαλικά paraphernalia, οι άνδρες της ασφάλειας και της διεύθυνσης του ξενοδοχείου τον κοιτούν με οίκτο και απέχθεια, σαστισμένοι ανάμεσα στο καθήκον και στη συνειδητοποίηση πως όλες οι ακρότητες που έχουν δει στην τηλεόραση συγκρούονται κάθετα με την πραγματικότητα που θέλουν να αντικρίσουν.

Βγαίνοντας από την προβολή, ένα νέο παιδί που μόλις είχε παρακολουθήσει την ταινία με ρώτησε με δυσπιστία αν η ταινία θα βγει στις ελληνικές αίθουσες. Έβγαζε αφρούς χριστιανίζουσας αηδίας, φρικαρισμένος από το βέβηλο περιεχόμενο. Δεν θέλω να το παίξω απελευθερωμένος, αλλά ως και αναμενόμενα προκλητικό βρήκα το εν λόγω περιεχόμενο. Σωρευτικά, μπορεί να καταλάβει κανείς πως πίσω από τους σπονδυλωτούς σταθμούς του Μπρούνο υπάρχει μια πρόθεση για κατακεραύνωση του ρατσισμού, απ' όπου κι αν προέρχεται. Για όσους δεν αισθάνονται προσβεβλημένοι, το θέμα είναι αν λειτουργεί ως κωμωδία. Στο μεγαλύτερο μέρος τα καταφέρνει. Κορυφαία, νομίζω, η σκηνή όπου ο Μπρούνο επισκέπτεται ένα μέντιουμ για να τον φέρει σε επαφή με το αγαπημένο του Μίλι των Milli Vannilli, για να ζητήσει συμβουλή από το μακαρίτη. Εκστασιασμένος που το πνεύμα του αδικοχαμένου ατάλαντου βρίσκεται στο δωμάτιο, κάνει εικονικό σεξ μαζί του, με όλες τις δυνατές κινήσεις και χειρονομίες - σε μια κλασική παντομίμα, που συγκρίνεται με τις καλύτερες στιγμές του Πίτερ Σέλερς.