Η τελευταία ταινία που γύρισε ο Ντασέν με τη Μελίνα πριν τη χούντα, το Δέκα και μισή καλοκαίρι βράδυ, αποτελεί διασκευή της νουβέλας της Μαργκερίτ Ντυράς (η οποία συνέγραψε το σενάριο) και είναι ένα δώρο του σκηνοθέτη στη γυναίκα του, που το λάτρεψε όταν το διάβασε για πρώτη φορά. Ξεκινάει με το φόνο που διαπράττει ένας χωρικός, με θύμα τη νέα γυναίκα του και τον εραστή της, στην επαρχία της Ισπανίας. Στο χωριό καταφθάνει ο Πολ, η Ελληνίδα γυναίκα του Μαρία, η κόρη τους και μια όμορφη φίλη τους, μια βραδιά με σφοδρή καταιγίδα, όπου όλοι οι κάτοικοι έχουν μαζευτεί σιωπηλά μετά το φονικό. Η αλκοολική Μαρία παρακολουθεί με θλίψη τη σεξουαλική έλξη που νιώθει ο Πολ για τη φίλη τους Κλαίρη και πενθεί τον χαμένο τους έρωτα με μια σειρά από αυτοκαταστροφικές και σπασμωδικές κινήσεις. Ο Ντασέν κάνει διπλή δουλειά. Από τη μια, στήνει ένα μικρό μυστήριο σε έναν περιορισμένο χώρο, με εναλλαγές εξωτερικών και κλειστοφοβικών πλάνων, που υπογραμμίζουν το σωματικό σασπένς και την ακίνητη ομορφιά που έπεται μια ταραχώδους βραδιάς. Από την άλλη, σκηνοθετεί υποτακτικά τη Μερκούρη, να τυλίγεται στις καπαρντίνες της, να φιλάει τους υγρούς τοίχους, να ακολουθεί το φονιά που ανακαλύπτει στα κεραμίδια των σπιτιών στις νυχτερινές της περιηγήσεις, να παραπαίει στη μοναξιά και την ακραία συμπεριφορά που της επιβάλλει το ποτό, να κοιτάζει μέσα από κολακευτικούς φωτισμούς με πικρή λαγνεία τον άνδρα της και την ερωμένη του. Είναι τόσο εκρηκτικά ανεξέλεγκτη, που η Ρόμι Σνάιντερ μοιάζει ακίνητη και ο Πίτερ Φιντς σκέτο ρομπότ. Και μιλάμε για δύο ηθοποιούς που στα χέρια άλλων σκηνοθετών έχουν κάνει θαύματα. Το δώρο στη Μελίνα Μερκούρη αποδείχθηκε καλλιτεχνικά ένα πικρό ποτήρι χωρίς νόημα. Ο ερωτισμός και η αγωνία του έργου εξατμίστηκαν αμέσως, σαν καλοκαιρινό ξέσπασμα, παρά την αόριστη επίδραση του «ντασενικού» νουάρ στις έγχρωμες εικόνες που διάσπαρτα κοσμούν κομμάτια της ταινίας.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0