Γνωρίζουμε την εκδοχή της διάσημης ιστορίας του Λώρενς από την πλευρά του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ», κυρίως από τα γαργαλιστικά ημιπορνό της Σίλβια Κριστέλ. Η Πασκάλ Φεράν επέμεινε στη σχέση των δύο εραστών μεταξύ τους, βάζοντας στην εξίσωση το ταξικό παιχνίδι, το καταπιεστικό περιβάλλον της αριστοκρατικής Αγγλίας του 1920 και το ρόλο της φύσης στο πλησίασμα της στερημένης κυρίας με τον κηπουρό-κυνηγό του ανάπηρου πολέμου, και σεξουαλικά ανίκανου συζύγου της. Κοινωνικά η Κονστάνς εξουσιάζει τον Πάρκιν, αλλά προσωπικά ο Πάρκιν τής επιβάλλεται, με την αποφασιστική και λακωνική στάση του. Η πάλλευκη και εύθραυστη γυναίκα ξυπνάει την άνοιξη μαζί με τον απέραντο κήπο της και πλησιάζει αργά και θεληματικά τον ωμό άντρα. Η ένωση τους είναι μια αποθέωση των κανόνων της φύσης και η Φεράν δεν ωραιοποίησε το σώμα και το σεξ: ο ηθοποιός που υποδύεται τον Πάρκιν είναι ερασιτέχνης και μοιάζει να βγήκε από φωτογραφικό άλμπουμ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο και η φρέσκια πρωταγωνίστρια Χαντς, η οποία ξεχωρίζει άνετα με την αυτοπεποίθηση και την οργανική της ένταξη στα διλήμματα και τις αναστολές μιας γυναίκας που συμφιλιώνεται φυσικά με τις επιθυμίες της και μαθαίνει να τις αγαπά, με τον ίδιο τρόπο που φροντίζει τα λουλούδια και θαυμάζει τις φυλλωσιές. Ενώ η πρώτη, αναγνωριστική ώρα μάς εισάγει ωραία στο κλίμα και τους χαρακτήρες, η μεγάλη διάρκεια εξουδετερώνει τη δύναμη και τη μετάβαση από τον καθωσπρεπισμό στον πρωτογονισμό. Ο μακρύς διάλογος στο φινάλε συνοψίζει την ουσία του αισθησιασμού που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δύο αταίριαστους εραστές, κάνοντας ένα point στις διαφορές που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία και τη διάθεση να συζητήσουν. Προφανώς οι ψηφοφόροι των César έκριναν ότι οι ρυθμοί της ταινίας ήταν μια χαρά, ως εκ τούτου την αντάμειψαν με 5 βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας, ανάμεσα στα οποία καλύτερης ταινίας, σεναρίου και α΄ γυναικείου ρόλου στην εξαιρετική Χαντς.