Με την τέταρτη προσπάθεια του να σώσει την Αμερική, ο Τζον Μακλέιν αποδεικνύει, όχι μόνο πως είναι πολύ σκληρός για  να πεθάνει, αλλά είναι ουσιαστικά αθάνατος: καταρρίπτει ένα ελικόπτερο με το αυτοκίνητό του, οδηγεί μια νταλίκα ενώ του ρίχνει στο δόξα πατρί ένα μαχητικό αεριωθούμενο σε έναν αυτοκινητόδρομο που καταρρέει, στέλνει στον αγύριστο μια απέθαντη Ασιάτισσα μαζί με ένα ασανσέρ στο κενό, σκοτώνει ένα φονιά ακροβάτη που κρεμιέται από όποιο σίδερο βρει και πηδάει σαν αίλουρος, πέφτει από δυσθεόρατα ύψη σε μπετονένιες επιφάνειες και δεν στραμπουλάει ούτε αστράγαλο, και ενώ όλοι αποχωρούν με νοσοκομειακά, εκείνος δεν χάνει το χιούμορ και την προσκοπική του καλή κουβέντα.

Διότι ο Τζον Μακλέιν είναι ένας καλός Σαμαρείτης μεταμφιεσμένος σε σκληροτράχηλο και σπαστικό ντετέκτιβ, η επιτομή του απρόθυμου ήρωα με απωθημένα από τον φανταστικό κόσμο των γουέστερν και χαραγμένη στη μνήμη του την ιδεατή σημαία της νοικοκυρεμένης Αμερικής. Ενώ τόσα χρόνια ο εχθρός ερχόταν απ' έξω, στο τέταρτο μέρος της σειράς οι μάσκες έπεσαν: μετά το τραγικό κάζο της 11ης Σεπτεμβρίου, ο κακός έπρεπε να έχει γεννηθεί μέσα από τα σπλάχνα της τρωτής Αμερικής και ο παρανοϊκός Γκάμπριελ είναι ένας απογοητευμένος τεχνοκράτης, ο οποίος προειδοποίησε την κυβέρνηση γιά τις αδυναμίες του συστήματος, το σύστημα τον έγραψε και τον ξέρασε, και εκείνος αποφάσισε να εκδικηθεί, καταστρέφοντας τα ψηφιακά της κέντρα και, by the way, παίρνοντας τα άπειρα χρήματα.

Από μακριά κάνει μπαμ πως ο ρόλος του Γκάμπριελ γράφτηκε στο πόδι. Το βάρος δόθηκε στην αντίθεση του αναλογικού Μακλέιν σε σχέση με τα τζιμάνια των κομπιούτερ. Πολύ σωστά, ο 50 βάλε, κουρασμένος και συγχυσμένος ήρωας που δεν έχει αναγνωριστεί για τις εξωφρενικές του υπηρεσίες, δεν θα μπορούσε με τίποτε να μπει πίσω από ένα κομπιούτερ και να πολεμάει με αόρατα όπλα έναν εχθρό προηγμένο και διαβασμένο στη θεωρία και τους αριθμούς. Έτσι λοιπόν, εξαπολύει μπουνιές και κωμικές ατάκες για να σταματήσει τους προδότες.

Η λαϊκότητα και η ντομπροσύνη του Μακλέιν αναχαιτίζουν πονηρά τον ζωηρό ρεπουμπλικανισμό του, θυμίζοντας μας πως τα παλικάρια δεξιάς απόκλισης, όπως ο Τζον Γουέιν και ο Γκάρι Κούπερ παλιότερα, δεν μασάνε και μπορούν να οριστούν ως πρότυπα ειλικρίνειας και ανθρωπιάς. Απλώς, η υπερβολή σε όλα τα επίπεδα οδηγεί μια ταινία, με πυξίδα τη δράση και το κυνήγι, σε μια καρικατούρα που φλερτάρει μονίμως με την παρωδία. Ναι μεν οι αυτοαναφορές έχουν περιοριστεί αισθητά (το γι-πι-κα-γιέι ακούγεται πάντως), αλλά ο Μακλέιν ξεπερνά και την πιό ζωηρή φαντασία. Αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι ο ρόμποκοπ από ενισχυμένο ατσάλι. Τη γλυτώνει με ψιλοαμυχές και συνεχίζει ακάθεκτος, ανατρέποντας τους νόμους της βαρύτητας και της αληθοφάνειας.

Ό,τι ξεκίνησε σαν ευχάριστη αλλαγή από τους αγέλαστους και βαρετούς αστυνομικούς που σέρνουν το σταυρό του καθήκοντος, συνεχίζει (και δεν τελειώνει εύκολα όπως φαίνεται) με μια περιπετειώδη φλυαρία στραπατσαρισμένων σιδερικών.