Δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αδέρφια, με διαφορετικές επιλογές ζωής, ο Μάσιμο, ένας μοντέρνος δικηγόρος, και ο Πάολο, ένας παιδίατρος, είναι συνεχώς σε σύγκρουση. Παρ' όλα αυτά, από σεβασμό στην παράδοση, μία φορά τον μήνα συναντιούνται σε ένα πολυτελές εστιατόριο, μαζί με τις γυναίκες τους. Οι συζητήσεις τους είναι πάντα αδιάφορες: το φρουτώδες άρωμα του κρασιού, η πιο πρόσφατη γαλλική ταινία που βγήκε στους κινηματογράφους, οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και οτιδήποτε είναι στην επικαιρότητα. Η εύθραυστη ισορροπία κλονίζεται όταν υποψιάζονται ότι τα παιδιά τους έχουν εμπλακεί σε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Πώς οι δύο άνδρες, οι δύο διαφορετικές οικογένειες, θα αντιμετωπίσουν το τραγικό γεγονός που τους εμπλέκει τόσο βαθιά;


Το πολυμεταφρασμένο μπεστ-σέλερ του Ολλανδού συγγραφέα Χέρμαν Κοτς με τίτλο The Dinner έχει προκαλέσει εξαιρετικό ενδιαφέρον στη διεθνή κινηματογραφική κοινότητα: εκτός από την παρούσα μεταφορά στα ιταλικά από τον Ιβάνο ντε Ματέο με πρώτης διαλογής καστ, γυρίστηκε αρχικά το 2013 στην Ολλανδία από τον σκηνοθέτη Μένο Μέιχες (ντεμπουτάρισε ως σεναριογράφος του Στίβεν Σπίλμπεργκ στο Πορφυρό Χρώμα και απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ, ώσπου σκηνοθέτησε το Max πολλά χρόνια αργότερα) και ετοιμάζεται για μια ακόμη, αυτήν τη φορά αγγλόφωνη, εκδοχή, από την Κέιτ Μπλάνσετ στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα, προς το τέλος του 2015, όπως έχει αναγγελθεί.


Αντίθετα με το πιο θεατρικό, στατικό και σύντομο σε διάρκεια στήσιμο του Μέιχες, ο Ντε Ματέο δίνει μεγαλύτερο αέρα στο δράμα για να στερεωθεί και να αναπτυχθεί ως την ανατροπή του φινάλε. Εξετάζει υπομονετικά και διεξοδικά το υπόστρωμα των δύο αδελφών και των οικογενειών τους, τοποθετώντας τους σε ένα άνετο κοινωνικό περιβάλλον, απαλλαγμένους ωστόσο από ιδεολογικές ανησυχίες και αιχμές: ο γιατρός έχει μια δυναμική σύζυγο και έναν αποξενωμένο 16χρονο γιο, ενώ ο δικηγόρος, κυνικός και πραγματιστής, χωρίς ουμανιστικές ευαισθησίες, αφού αναλαμβάνει υποθέσεις με μοναδικό γνώμονα τη δικανική τεχνική, έχει ένα μικρό παιδί από τη δεύτερη γυναίκα του και μια κόρη στην ίδια ηλικία με τον κολλητό εξάδελφό της. Τα δύο νέα παιδιά φέρεται να έχουν διαπράξει ένα ανεξήγητο και αδόκητο έγκλημα εις βάρος μιας τυχαίας άστεγης και οι επιπτώσεις, ανεξάρτητα από το αν το έκαναν ή όχι, αποκαλύπτουν τη σημασία της αλαζονείας των γονιών απέναντι στα ίδια τους τα παιδιά. Όπως η πρόσφατη σουηδική ταινία Ανωτέρα Βία έθιξε την αυταρέσκεια του ζευγαριού ως εξιδανικευμένη καρτ ποστάλ με πρωταγωνιστές τους ίδιους, τα Δικά μας παιδιά, σε παρόμοια βολεμένο, αστικό πλαίσιο, πραγματεύονται τη μοιραία αντανάκλαση της ανατροφής που δίνουν τα ζευγάρια στα παιδιά τους, ώσπου μια λάθος κίνηση οδηγήσει στην έκρηξη, αναδρομικά και τραγικά, στους ίδιους τους πρωταγωνιστές που κρύβονται και βαυκαλίζονται, συζητώντας περί ανέμων και υδάτων άσχετα θέματα σε καλοστρωμένα δείπνα. Οι σχέσεις των δύο αδελφών, ευγενικές, μετρημένες και αδιόρατα ανταγωνιστικές, είναι το κλειδί του έργου και ο Ντε Ματέο παρακολουθεί από δικαιολογημένη απόσταση την προέκταση που αποτελούν οι επιλογές των συζύγων και η έμμεσα ναρκισιστική προέκτασή τους, δηλαδή τα παιδιά, σε μια ταινία με καλή σκηνοθεσία, καλύτερο σενάριο, και ακόμη πιο μεστή πρώτη ύλη – εξού και η πυρετώδης κινητικότητα για τις μεταφορές του βιβλίου. Οι ηθοποιοί σχηματίζουν τέλεια ισορροπημένες χιαστί σχέσεις, με τα έφηβα παιδιά στις άκρες ενός σχήματος που τα περιλαμβάνει, αλλά δεν τα υπολογίζει ως ανεξάρτητες οντότητες, γιατί ποτέ δεν έχει σκύψει στους χαρακτήρες τους.