Ο Μπλατάσαρ Κορμάκουρ, ηθοποιός και κυρίως σκηνοθέτης, γνωστός από το πολύ καλό 101 Ρέικιαβικ, υπογράφει, με όλη τη σημασία της λέξης, ένα διαδικαστικό θρίλερ, που όπως και το Zodiac στην αρχή της σεζόν, επενδύει στην πορεία μιας τυπικής έρευνας για να αποκαλύψει τις σκοτεινές αρετές αργά και καθηλωτικά. Δεν μιλάει ακριβώς για την τρέλα και την παράνοια που μεταδίδεται από τον ανεξήγητο και αναπάντεχο δολοφόνο με τον μανδύα του ζωδιακού κύκλου, αλλά σκάβει βαθιά σε μια ερμητική κοινωνία. Χωρίς να βάζει ταμπέλα στην πρόθεσή του, ο Κορμάκουρ, διασκευάζοντας ένα δημοφιλές αστυνομικό μυθιστόρημα, παρουσιάζει την Ισλανδία ως έναν τόπο άτυπης αιμομιξίας. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας μοιάζουν να προέρχονται από την ίδια μεγάλη οικογένεια, όπου τα δυσάρεστα θέματα μετατρέπονται σε μυστικά αυτόματα και αυτονόητα, θάβονται στο μπαούλο ή σε ένα μνήμα και αφορούν τα θύματα. Το πρόβλημα έρχεται όταν μερικά από αυτά τα θύματα είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένα με τους θύτες, ή ίσως είναι και τα δύο. Το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας σκληρός επιθεωρητής της αστυνομίας. Δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Μεταβαίνει στο σκηνικό ενός φόνου, «ακατάστατου και άσκοπου, όπως και η Ισλανδία», σαν να πηγαίνει από την κρεβατοκάμαρα στην τουαλέτα του σπιτιού του. πικάρει τον νεαρό συνεργάτη του συνεχώς, χαρακτηρίζοντάς τον αδελφή όποτε ματώνει ή δεν ανέχεται το κάπνισμα στο αυτοκίνητο. Τέλος, έχει μια κόρη που έχει μπλέξει στα ναρκωτικά και έχει μείνει έγκυος, την οποία και τιμωρεί με μεθοδική και παραδειγματική αδιαφορία. Αυτός ο μοναχικός παρατηρητής σκαλίζει μια υπόθεση που δεν βγάζει νόημα. Προσπαθεί να καταλάβει τι σχέση μπορεί να έχει ο φόνος ενός 70χρονου με το θάνατο ενός κοριτσιού από όγκο στον εγκέφαλο, στη δεκαετία του ‘70. Παράλληλα, παρακολουθούμε το δράμα ενός νεαρού πατέρα, του οποίου το κορίτσι μόλις πέθανε από μια σπάνια γενετική πάθηση στον εγκέφαλο. Προφανώς υπάρχει δραματουργική συνάφεια, την οποία και εμείς ανακαλύπτουμε σταδιακά, με έναν υπνωτικό ρυθμό. Θα μπορούσε να είναι μια τυπική βαρετή αστυνομική ταινία. Ωστόσο ο Κορμάκουρ επιφυλάσσει αδρή υποδοχή στους χαρακτήρες και κυνική μεταχείριση στον τόπο καταγωγής του. Ελπίζω η Ισλανδία και οι άνθρωποί της να μην είναι αυτοί που είδα στην ταινία, αλλά η δύναμη του καλού σινεμά μπορεί να σε υποβάλλει σε μια βαθιά αίσθηση, όπως κάποτε το Seven, παρά τις όποιες αντιρρήσεις, έκανε το ίδιο για μια φέτα της Αμερικής. Η χώρα γίνεται ο συγκεκριμένος δραματικός τόπος και ορίζεται από τη δράση και τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της. Το επιμύθιο του αστυνομικού είναι αυτή η έλλειψη νοήματος. Η κόρη του φτάνει στο σημείο να τον παρηγορήσει, όπως φέτος είδαμε τον Τόμι Λι Τζόουνς στο Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους να θρηνεί σε μια χώρα που δεν λυπάται τους κατοίκους της, ακριβώς επειδή αυτοί οι απρόσωποι κάτοικοι δεν καλλιέργησαν το έδαφος με τα υλικά της κατανόησης και της στοιχειώδους ανθρωπιάς. Στο μεταξύ, ο επιθεωρητής Έρλεντουρ απαρίθμησε τις αποδείξεις της παρακμής, της διαφθοράς, του απωθημένου μίσους και της αδιαφορίας, πριν λυγίσει από το αθροιστικό βάρος που δεν φαντάστηκε πως θα του επιφύλασσε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα η περιγραφή του επαγγέλματός του.