Αφαιρετικό και πένθιμο, το δράμα του Μίτσελ Φράνκο κληρονομεί τα βασικά χαρακτηριστικά του σινεμά του Μίκαελ Χάνεκε: τα πυκνά και σταθερά πλάνα, την παγερή οξύτητα, την ηθελημένη απόσταση από τους χαρακτήρες, το στοχαστικό και αναμφισβήτητο σχόλιο για μια κοινωνία αποξένωσης, εχθρική στον πυρήνα της. Κυριαρχεί η απώλεια της μητέρας και συζύγου, την οποία βιώνουν διαφορετικά ο Ρομπέρτο και η Αλεχάντρα. Ο Φράνκο μεταφράζει την απώλεια της Λουτσία σε μελαγχολία και σύγχυση. Ο Ρομπέρτο αποσύρεται σε έναν κόσμο παθητικό, με μια διάθεση διεκπεραιωτική, ελάχιστα συμμετοχική, αρνητική προς τη ζωή. Χωρίς ακριβώς να προκαλέσει, η Αλεχάντρα χάνει τον προσανατολισμό της και πέφτει θύμα της χειρότερης εκδοχής του σχολικού εκφοβισμού: το βιντεάκι με τις περιστασιακές ερωτικές περιπτύξεις της με έναν συμμαθητή της ανεβαίνει στο Διαδίκτυο και δεν ξέρει από πού και από ποιον να πρωτοκρυφτεί. Ο Φράνκο δεν μένει στην περιγραφή. Παρατηρεί και καταγράφει την απόλυτη ταπείνωση της κοπέλας, τον τρόπο με τον οποίο η συμπεριφορά των συμμαθητών και η σιωπή των καθηγητών σημαδεύουν το κορμί και πληγώνουν το πνεύμα της. Σε μια ταινία που έχει την όψη κοινωνιολογικού δοκιμίου ενοχλούμαστε και βράζουμε από αγανάκτηση. Όπως ο Χάνεκε στον Κρυμμένο και στο Funny Games πιστεύει πως το σοκ της ιστορίας δεν χρειάζεται μετωπική κινηματογράφηση, έτσι και ο Φράνκο συνθέτει με γνώμονα τα στοιχεία και τους χαρακτήρες και όχι για να προσφέρει έτοιμο εντυπωσιασμό. Το Μετά τη Λουτσία κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στο Φεστιβάλ Καννών και θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στην πεντάδα του μη αγγλόφωνου Όσκαρ.