O Νίκο πλησιάζει τα 30 και πρόσφατα αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Ζει για τη στιγμή, ενώ οι έννοιες και οι υποχρεώσεις τον αφήνουν αδιάφορο. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, με τον ίδιο να περιπλανιέται άσκοπα στο Βερολίνο και να θαυμάζει τους ανθρώπους γύρω του. Με περιέργεια παρατηρεί πως όλοι τους φαίνεται να τα καταφέρνουν μια χαρά στην καθημερινότητά τους, ενώ αποτυγχάνει να δει πως ο ίδιος δυσκολεύεται να βρει τη θέση του στον κόσμο. Μέσα σε μία ημέρα όμως όλα αλλάζουν και ο Νίκο αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της μέχρι τώρα στάσης του: χωρίζει με την κοπέλα του, ο πατέρας του τού μειώνει το χαρτζιλίκι κι ένας ψυχίατρος επιβεβαιώνει «συναισθηματική ανισορροπία»! Παράλληλα, μια αγάπη από τα παλιά τον πιέζει να βρεθεί αντιμέτωπος με τις συναισθηματικές πληγές που της προκάλεσε, ενώ ένας νέος γείτονας προσπαθεί να τον προσεγγίσει. Ωστόσο, το μόνο που χρειάζεται ο Νίκο είναι απλώς ένας καφές!

Αν έχετε δει το τηλεοπτικό διαμαντάκι του HBO, «Curb Your Enthusiasm, θα διαπιστώσετε, με λίγη φαντασία, πόσο μοιάζει ο μονίμως μπλεγμένος σε παρεξηγήσεις, γκαντέμης και ανθρώπινα ατελής Λάρι Ντέιβιντ με τον Νίκο Φίσερ, τον ήρωα στο Oh Boy, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιαν Όλε Γκέρστερ που σάρωσε σε εισπράξεις και βραβεία στη Γερμανία τη χρονιά που όπου να ’ναι τελειώνει. Φυσικά, ο Ντέιβιντ είναι ένας 65άρης Νεοϋορκέζος Εβραίος δημιουργός τηλεοπτικών επιτυχιών στο Λος Άντζελες και δεν έχει καμία σχέση με τον 30άρη, άνεργο, αιώνιο φοιτητή που ζει στο Βερολίνο με τα λεφτά του μπαμπά και ο οποίος μόλις χώρισε από την κοπέλα του (χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο λόγο), μόλις μετακόμισε σε ένα σπίτι που δεν φαίνεται να του λέει τίποτε και κάνει βόλτες στην πόλη με έναν φίλο του, αποτυχημένο ηθοποιό, και αφού περιδιαβαίνει σε πλατό και καφετέριες, συναντά μια πρώην τετράπαχη συμμαθήτριά του την οποία κορόιδευε, αλλά δεν θυμάται τίποτε και πληρώνει την καζούρα. Γενικά, δεν είναι σε θέση ούτε έναν καφέ της προκοπής να πιεί, ούτε να ξεκουραστεί και κυρίως, να βγάλει νόημα από τους συνεχείς παραλογισμούς (αλά Λάρι Ντέιβιντ) που προκύπτουν στο διάβα του, ώσπου μια συνάντηση με μια ηλικιωμένη κυρία του προσφέρει συγκίνηση κι επίσης μια κουβέντα με έναν απογοητευμένο κύριο επιτέλους τον αφυπνίζουν. Πρόκειται για μια πικρή δραματική κομεντί με αναπάντεχα περιστατικά και το Βερολίνο, ασπρόμαυρο και κυρίαρχο στη σκληρότητα και τη βαριά ιστορία του, μέσα από τζαζ μουσική και ποικίλα ντεκόρ, γίνεται το χαλί μιας διαδρομής με προειδοποιητικούς (ευτυχώς, όχι βαρύγδουπους) σταθμούς προς τη συνειδητοποίηση. Και κυρίως, το Oh Boy, σαν το Frances Ha, είναι το αντίστοιχα ανδρικό, τρυφερό πορτρέτο ενός αταίριαστου (σαν τον Λάρι Ντέιβιντ, αλλά με εντελώς διαφορετικούς όρους) που ψάχνει και βρίσκει το φιλί της ζωής, όπως συμβαίνει στη ζωή, όχι από μια ενοχλητική νέμεση αλλά εκεί που δεν το περιμένει.