Το σκηνοθετικό ύφος του ακριβοθώρητου, πάντα ευαίσθητου Τέρενς Ντέιβις, του Βρετανού σκηνοθέτη των κατά βάση αυτοβιογραφικών The long day closes και Distant voices, still lives (που παραμένει το αριστούργημά του και παράλληλα το πιο αντιπροσωπευτικό έργο της πρώτης περιόδου του), ταιριάζει απόλυτα στην ασκητική ζωή και τολμηρή, θαρραλέα γραφή της ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον. Τα περίφημα κοντινά του Ντέιβις, σαν πορτρέτα που προβάλλονται στο διηνεκές και κολλάνε στον νου σαν πολύτιμες, ελαφρά κινούμενες αναμνήσεις, εδώ λειτουργούν εμφατικά και όχι απλά εικαστικά: στερεώνονται στο πρόσωπο μετά από μια μικρή περιήγηση, αλλά δεν καρφώνονται, σαν να αντιγυρίζουν το βλέμμα, όπως τα ποιήματα της Ντίκινσον που δεν επιθυμούν να φανερώσουν την αλήθεια αλλά να την αποκαλύψουν, ίσως σκληρά, αλλά ποτέ απάνθρωπα.

 

Η Σίνθια Νίξον, η μοναδική πραγματικά αξιόλογη ηθοποιός από το «Sex and the City», δεν συναντιέται απλώς με τον ρόλο της καριέρας της αλλά και με έναν από τους συγκινητικότερους των τελευταίων χρόνων

 

Ο ήσυχος βίος της Ντίκινσον, που δεν εγκατέλειψε το πατρικό της, τίμησε με το παραπάνω μια οικογένεια που υπεραγάπησε, αποστασιοποιήθηκε από τα κοινωνικά και τα εγκόσμια, αμφισβήτησε την εθιμοτυπία της θρησκείας και τον φόβο του Θεού, κληρονομησε την πίστη του πατέρα της και τη γλυκύτητα της μητέρας της, αποτυπώνεται μέσα από σεναριακές σκηνές ανταλλαγής επιχειρημάτων και εξομολόγησης αγάπης, ενώ η σκηνοθεσία, κομψή και σοφή, δείχνει πως ο Ντέιβις έχει βρει τη γραμμή ανάμεσα στα συνεχή αφαιρετικά πανοραμίκ των πρώτων ταινιών του και στην ακαδημαϊκή αφηγηματικότητα, μαζί με τον εκ μέρους του εναγκαλισμό των Αμερικανίδων κλασικών συγγραφέων του 19ου αιώνα. Και όπως η Ντίκινσον διαδέχεται την Ίντιθ Γουόρτον, τώρα έρχεται η σειρά μιας ακόμη ηθοποιού από την τηλεόραση, μετά την Τζίλιαν Άντερσον στο House of Mirth, να υποκλιθεί σε ένα κοινό που δικαιολογημένα δεν υποψιάζεται το βάθος και την γκάμα της. Η Σίνθια Νίξον, η μοναδική πραγματικά αξιόλογη ηθοποιός από το «Sex and the City», δεν συναντιέται απλώς με τον ρόλο της καριέρας της αλλά και με έναν από τους συγκινητικότερους των τελευταίων χρόνων – ανθεκτικό πορτρέτο, μακριά από πυροτεχνικές εντυπώσεις. Η Ντίκινσον αστράφτει από λαχτάρα μπροστά στο αυθεντικό και την καθαρότητα και κυρτώνει η ψυχή της όταν φρίττει, άρρωστη ή απελπισμένη, αντιμέτωπη με ένα βαρύ πέπλο μυστηρίου και αμφιβολίας, μόνη σε έναν αιώνα εχθρικό προς τις γυναίκες και τους συνειδητά αταίριαστους, και η Νίξον γκρεμίζει τον τοίχο της αυστηρότητας για να τονίσει, με αγωνία, τα επίπεδα πίσω από ένα προσωπείο-τιμωρό, προτεσταντικό σαν απροσπέλαστη αμαρτία, ίδιον του πουριτανικού μικρόκοσμου της Μασαχουσέτης.