Ο Σπάικ Τζόουνζ επιστρέφει διασκευάζοντας το δημοφιλές παιδικό βιβλίο του Μόρις Σέντακ που γράφτηκε το 1963. Έχοντας ανεβάσει τον πήχη με το Adaptation, θεωρητικά θα απογοητεύσει όσους αναζητούν σε αυτόν το συνεχή πειραματισμό σε σουρεαλιστικά παιχνίδια του μυαλού - αν και το μεγάλο του προσόν ήταν να γειώνει σε μια παράξενη πραγματικότητα το συγγραφικό «φεύγα» του Τσάρλι Κάουφμαν, πράγμα εξαιρετικά πολύπλοκο και πιο δύσκολο από ό,τι φαίνεται.

Η ταινία Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων δεν είναι τόσο κινηματογραφικά ψαγμένη, στο μέτρο που δεν απογειώνεται ποτέ πέρα από την πρωτότυπη εισαγωγή στο σύμπαν του Σέντακ - έναν κόσμο που περιέγραψε σε 10 αράδες, τον ανέπτυξε στην κρεβατοκάμαρα του πιτσιρικά και ο Τζόουνζ τον άνοιξε στον έξω κόσμο, κάνοντας γυρίσματα στην Αυστραλία. Κατά κάποιον τρόπο, δηλαδή, και πάλι έδωσε όγκο και σάρκα σε ένα φανταστικό περιβάλλον, σωματοποιώντας το όνειρο κάθε αγοριού, που είναι να κυβερνήσει, χωρίς να γνωρίζει πόσο δύσκολο είναι να γίνεις βασιλιάς, ακόμη και σε μια χώρα του μυαλού.

Το κύριο μέλημά του είναι να εμβαθύνει στο κομφούζιο ενός 9χρονου καταδεικνύοντας πως η ζωή δεν είναι ζάχαρη και γέλια μόνο, αλλά μια σειρά από επισκέψεις σε τόπους άγνωστους, διεργασίες που απαιτούν υπομονή και εμπειρία δυσανάλογη με τη νεαρή ηλικία και ένα σωρό μπερδεμένα συναισθήματα που εκφράζονται από τα 7 τέρατα που συναντά ο Μαξ (τον οποίο υποδύεται ένα νέο ταλέντο, ο 12χρονος Μαξ Ρέκορντς), όταν πια δεν αντέχει τη χωρισμένη μάνα και τον νέο της γκόμενο και σαλπάρει με μια βαρκούλα για πολιτείες μαγικές.

Ο Τζόουνς διατήρησε την επαφή του μικρού με τις προβολές του υποσυνείδητού του, φτιάχνοντας γιγαντιαία, συνήθως γκρινιάρικα πλάσματα 3 μέτρων (puppeteers που φορούν λούτρινα κοστούμια) με ψηφιακές εκφράσεις και φωνές γνωστών ηθοποιών, όπως του Γκαντολφίνι, που υποδύεται τον αρχηγό της φυλής, τον Κάρολ, της Κάθριν Ο' Χάρα, του Κρις Κούπερ και του Πολ Ντάνο στο ρόλο του κοντύτερου, του Αλεξάντερ με τα κατσικίσια κέρατα.

Καθόλου γλυκερή, η ταινία κερδίζει με το παιχνιδιάρικο, κρυφά ψυχαναλυτικό της ύφος, τη βαθιά παρατήρηση της φαντασίας και της ανησυχίας ενός αγοριού που δεν είναι ευνουχισμένο, αλλά υστερεί στο στόρι, που κάπου στη μέση ψάχνει τα καύσιμα που θα το πάνε λίγο πιο μπροστά.