Ο κορμός της δημοφιλούς κωμωδίας με τον Χατζηχρήστο στο ρόλο του τσιλιαδόρου που φοράει ρούχα αστυνομικού και αναγκάζεται να ξεμπερδέψει μια υπόθεση ενεχυροδανεισμού και τοκογλυφίας αλλά και να το σκάσει μαζί με το φιλαράκι που έκανε τη διάρρηξη δεν έχει αλλάξει πολύ. Η αντινομία της ξεπεσμένης και υποκριτικής αριστοκρατίας ως προς την εργατική τάξη της ανέχειας που βαριανασαίνει ένα στενό πιο κάτω είναι μια αιώνια παγκόσμια συνθήκη. Κάποιες προσθήκες βοηθούν την πλοκή να μοιάζει σημερινή (οι πιστωτικές κάρτες, τα δάνεια, τα κινητά τηλέφωνα), αν και σε πολλά σημεία, όπως στους χαρακτήρες της Μανέ, του Κωστή και της Μπαζάκα, έχει διατηρηθεί μια κουμκανατζίδικη αύρα των αρχών του ‘60, σκηνικά στημένη στην Πλάκα, με φόντο ένα παραδοσιακό καφενείο, ένα αστικό διαμέρισμα και ένα αστυνομικό τμήμα με καταπληκτική θέα την Ακρόπολη. Στις παρυφές των Αέρηδων, η ιστορία των φτωχοδιάβολων που στήνουν τη διάρρηξη και ξεμπροστιάζουν μια τζογαδόρισσα ψεύτρα, τον άβουλο σύζυγο, τη γλωσσοκοπάνα φίλη τους και το άπληστο αφεντικό, τον ιδιοκτήτη του καφενείου μοιάζει με έγχρωμη επανάληψη ενός σινεμά που έθρεψε ολόκληρες γενιές στις αίθουσες και στην τηλεόραση. Η μεγάλη δύναμη εκείνου του σινεμά ήταν ότι γέννησε αυθεντικούς τύπους ανθρώπων, διακωμωδώντας την ανερχόμενη αλλά γοργά παρακμάζουσα, ελλείψει κουλτούρας, τάξη των νεόπλουτων.

Ο Νίκος Ζαπατίνας κλείνει το μάτι στην πρωτότυπη ταινία, ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Θανάσης Τσαλταμπάσης κάνουν διάλογο με το διαφορετικό κωμικό τους ταμπεραμέντο, η Υρώ Μανέ και η Θέμις Μπαζάκα είναι στέρεες σε παλιομοδίτικους ρόλους, αλλά ο «νέος» Ηλίας δεν λέει πολλά. Δεν είναι καν remix του παλιού, απλώς μια ανάλαφρη εφαρμογή δοκιμασμένης συνταγής, με μια έξτρα σκηνή στο φινάλε, που στρογγυλεύει λυτρωτικά το τέλος της παλιάς ταινίας και προσφέρει happy end. Το πρώτο μισό δεν βγάζει γέλιο, αλλά οι σκηνές στο αστυνομικό τμήμα είναι εγγυημένες και σαφώς πιο αστείες από το επίπεδα εισαγωγικό ξεκίνημα.