Λίγο μετά, ασυνήθιστες εξαφανίσεις κι ανεξήγητα γεγονότα αρχίζουν να συμβαίνουν στην πόλη, ενώ οι τοπικές Aρχές προσπαθούν ν’ αποκαλύψουν την αλήθεια - κάτι πολύ πιο τρομακτικό απ’ οτιδήποτε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

Ακόμη κι αν δεν γνωρίζαμε πως στην παραγωγή βρίσκεται ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, θα το καταλαβαίναμε από το ύφος και τους χαρακτήρες. Το Super 8 παραπέμπει στα φιλμάκια που γύριζε ο Aμερικανός δημιουργός στα νιάτα του (όπως συμπτωματικά έκανε και ο Έιμπραμς, αν και διαφορετικής γενιάς), πριν προαχθεί σε σκηνοθέτη ολκής σε σχετικά μικρή ηλικία. Σε επίπεδο παραγωγής και θεματολογίας μοιάζει με τις ταινίες του Σπίλμπεργκ από τη δεκαετία του ‘70, μέχρι τον Ε.Τ: ένα αγόρι που πρωταγωνιστεί και προσπαθεί να προστατέψει ένα κορίτσι κι ένα «ξένο» πλάσμα, ασυνήθιστα φαινόμενα και καταστροφές, τυπικό αμερικανικό προάστιο, ηρωικοί ή δειλοί πατεράδες, απειλή τερατώδης αλλά και παρεξηγημένη από τους «μεγάλους», στρατιωτικές δυνάμεις και τοπικές Αρχές που αδυνατούν να ελέγξουν την κατάσταση, κοντολογίς ένα συμπίλημα του Εξωγήινου, των Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου, του Jaws αλλά και των Ghounies που ήταν παραγωγή Σπίλμπεργκ, σε ένα έργο που επιστρέφει στα βασικά κι αποτελεί, μ’ έναν ορμητικό και αυτο-αναφορικό τρόπο, φόρο-τιμής στο σινεμά που έθρεψε τον παραγωγό Σπίλμπεργκ αλλά και τον ίδιο τον Έιμπραμς, καθώς θυμίζει λίγο και το δικό του Cloverfield.

Την υπόθεση (αλλά και την υπόθεση «αθωότητα» σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς) βολεύει πολύ η χρονολογία, μια και τα παιδιά δεν είναι πονηρεμένα, πέρα από την περιστασιακή μαριχουάνα και τις ρετρό βρισιές, ούτε και δέσμια της τεχνολογίας. Το έργο ξεκινάει πολύ δυνατά, μ’ έναν θεαματικό εκτροχιασμό τρένου, και συνθέτει την ανήλικη παρέα με αίσθηση νεανικής αταξίας κι ευαισθησία εργατικής τάξης. Όπως και με κάποιες από τις ταινίες του Σπίλμπεργκ, η έμπνευση δίνει τη θέση της σ’ ένα σκηνοθετικό γρανάζι που δεν ξεφεύγει εύκολα από τη δικτατορία του μηχανισμού του και παγιδεύεται σε υπερθετική πλοκή, θόρυβο και τρέξιμο. Το Super 8 είναι σίγουρα ένα ευχάριστο διάλειμμα στη σύγχρονη επιστημονική φαντασία και ταυτόχρονα μια νύξη/πρόταση στο αδιέξοδο της στείρας τεχνολογικής εφαρμογής έναντι της ανάπτυξης στοιχειωδών χαρακτήρων. Παρά την άψογη τεχνική και τα «γεμάτα» πλάνα, από τη φύση του δεν μπορεί να ξεπεράσει το πρότυπο, αρνούμενο την πρωτοτυπία, χωρίς να απολογείται και να υπεκφεύγει.