Ο Ανγκ Λι δεν σταματά να εκπλήσσει, ανεξάρτητα με το αν πετυχαίνει στις εναλλαγές των κινηματογραφικών του χαρμανιών. Είναι ένας από τους λίγους σκηνοθέτες που προκαλεί περιέργεια για την επόμενη ταινία του, για το θέμα που θα πραγματευθεί, σε ποια χώρα και σε ποια γλώσσα θα το κάνει, πόσο γνωστούς ηθοποιούς θα προσλάβει, σε ποια οικονομική κλίμακα θα κυμαίνεται. Θα μπορούσε κάποιος να εκλάβει τα ταξίδια του στα είδη ως πειραματισμούς, αλλά δεν είναι έτσι. Σκοπός του είναι να παρατηρεί τα ήθη και να τοποθετεί τον έρωτα στο κέντρο μιας τρικυμίας. Το ποιο θα είναι το στυλ τού είναι αδιάφορο (που λέει ο λόγος, αφού μπορεί να κάνει από wuxia μέχρι γκέι πραγματείες, με τρομερή προσωπική συμμετοχή και επίδραση, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Τίγρη και Δράκου). Ανοίγει τους δικούς του ορίζοντες της περιέργειας, αλλά κάποια στοιχεία παραμένουν σταθερά και από αυτά και μόνο γίνεται εφικτός ο εντοπισμός του. Σαν τους παλιούς σκηνοθέτες των στούντιο (ο Γουίλιαμ Γουάιλερ έρχεται αμέσως στο νου), φαίνεται να προσλαμβάνεται από μια ανώτερη αρχή και να αριστεύει σε κάθε ανάθεση, ανεξάρτητα από το σενάριο.

Η περίπτωσή του διαφέρει σε δύο σημαντικές παραμέτρους. Στούντιο δεν υπάρχουν πλέον, και ο σεναριογράφος του είναι μόνιμος και πιστός, ο Τζέιμς Σάμους. Συνήθως, ο Ανγκ Λι δε συμπεριλαμβάνεται στις λίστες με τους αγαπημένους σκηνοθέτες γιατί η γραφή του δεν είναι μοδάτη και φανταχτερή, ωστόσο αυτό δεν αφαιρεί τίποτε από τα επιτεύγματα και την υπογραφή που φέρουν οι ταινίες του, είτε μιλάμε για τη Λογική κι Ευαισθησία είτε για τη σπουδαία Παγοθύελλα. Στο Προσοχή: Πόθος, όλο το έργο κινείται γύρω από το σκάνδαλο που δημιούργησε με τις ερωτικές σκηνές ανάμεσα στη νεαρή φοιτήτρια και τον 45άρη αρχηγό της Ασφάλειας. Η αντιστασιακή και ο προδότης, με φόντο την κατοχή της Κίνας από τους Ιάπωνες.

Η άβγαλτη Ουόνγκ εκπαιδεύεται στο σεξ από τους συντρόφους της και, ως εκκολαπτόμενη ηθοποιός, καταφέρνει να σαγηνεύσει αλλά και να πείσει τον Μίστερ Γι να τη θεωρήσει δική του. Όλα τα βήματα της εμπιστοσύνης περνάνε από το κρεβάτι. Από την πρώτη, καταπληκτική σκηνή, όταν εκείνη νομίζει πως θα του κάνει ένα μαργιόλικο στριπτίζ και θα τον ελέγξει, αλλά δέχεται το σοκαριστικό μαρκάρισμα μιας kinky αντεπίθεσης, μέχρι τη συμβατή τρυφερότητα ανάμεσα στους δύο τους, που καταλήγει σε μια ακόμη κορυφαία σκηνή, εκεί που αυτή προλαβαίνει μια φονική ενέδρα εναντίον του και τον οδηγεί σε μια αστραπιαία, αλλά κινηματογραφικότατη αυτο-διάσωση.

Οι ερωτικές σκηνές παρουσιάζονται ωμές, όχι όμως και αφτιασίδωτες. Έχουν σάρκα, ατμόσφαιρα και νόημα. Είναι δραματικές και χωρίς αυτές δεν θα στέριωνε η ταινία. Δεν είναι ακριβώς οργανικές, γιατί δεν φυτρώνουν από την ανάγκη τους να έλθουν κοντά, αλλά από ένα σχέδιο και πολλά ψέματα. Οπτικά και δραματουργικά είναι τρομερές, ίσως οι καλύτερες που έχω δει εδώ και πολλά, πολλά χρόνια. Δεξιά κι αριστερά τους, η ταινία προσπαθεί να πείσει για την ύπαρξή της. Υπάρχει ο ιστορικός καμβάς, η ίντριγκα και ο σκοπός. Ο Ανγκ Λι παίρνει το χρόνο του, όπως κάνει συνήθως για να εγκαταστήσει και την παραμικρή λεπτομέρεια γύρω από αυτά και χρησιμοποιεί το θέμα της υποκριτικής για να στερεώσει την αντίληψη πως όλοι αναλαμβάνουν ένα ρόλο και «υποδύονται» μέχρι να πραγματοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτός ο ρόλος διατηρείται, όταν τα κοινωνικά δεδομένα δεν επιτρέπουν ανατροπές: η Ουόνγκ θα υποστεί τις πρακτικές συνέπειες αγόγγυστα, ακόμη κι αν πονά μέσα της, γιατί ξέρει πολύ καλά τι έκανε, και ο Γι θα πάρει μια σκληρή γραφειοκρατική απόφαση, γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Την ιστορία με τους ρόλους και τις αόρατες μάσκες την έχουμε δει πολλές φορές και το ακαδημαϊκό ύφος του Λι, πλην του σεξ, δεν βοηθάει στην απόλαυση - στο Brokeback Mountainείχαμε τη μεγάλη εφεύρεση του φυσικού σκηνικού ως κινητήριου πρωταγωνιστή και συναισθηματικού καταλύτη. Υπάρχει ένα αίνιγμα στην καρδιά της ταινίας. Τι έγινε τελικά με αυτούς τους δύο; Το μούδιασμα της αφήγησης δεν μας αφήνει να το νιώσουμε πραγματικά. Ο Ανγκ Λι έπαθε ακριβώς το ίδιο στο Ride With the Devil.