Η Σεραφίν ήταν μια εκκεντρική και μάλλον ακοινώνητη γυναίκα που μεγάλωσε ενώ ο ιμπρεσιονισμός εδραιωνόταν, και κανείς δεν φανταζόταν πως αυτή η ταπεινής καταγωγής καθαρίστρια και βοσκός, με τις θρησκευτικές εμμονές και την αγοραφοβική συμπεριφορά έκρυβε μέσα της μια καλλιτέχνη με μια μεταφυσική αίσθηση της φύσης. Τη ανακάλυψε ο Γερμανός συλλέκτης Βίλελμ Ούντε, ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Ντουανιέ Ρουσό και αγόρασε πρώτος έργα του Πικάσο, όταν εγκαταστάθηκε στο Σανλίς. Την ενθάρρυνε να ζωγραφίσει και στα καλά της χρόνια, τη στήριξε και της έδωσε τη δυνατότητα να ζήσει με σχετική άνεση. Ο πόλεμος και η ψυχική ασθένεια τής αφαίρεσαν τα προνόμια και την οδήγησαν σε κλινική, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Ο Ούντε την αποκατέστησε με εκθέσεις και τώρα πλέον αποτελεί ένα μυστηριώδη λίθο ενός κινήματος τέχνης.

Ο Προβόστ κοιτάζει εσωτερικά τη Σεραφίν και ψάχνει τη σχέση της με τη φύση, το Θεό και την τέχνη, μέσα από τις καθημερινές συνήθειες, την μπρουτάλ της κίνηση και το λακωνικό της λόγο. Η Μορό έχει το αβαντάζ να μην είναι μαρκαρισμένη στο υποψιασμένο μάτι του θεατή και να ενσαρκώνει μια φυσιογνωμικά άγνωστη φιγούρα. Την κατακτάει, εναλλάσσοντας τις στιγμές μακάριας ευτυχίας με την ανησυχία της ανένταχτης, αφελούς αλαφροΐσκιωτης, που ακούει φωνές και μονολογεί. Οι πρωτόγονοι πίνακές της είναι ένα αξιοπερίεργο, καθώς προέρχονται όχι από ένα παιδί ή από ένα ζωγράφο με συνείδηση του ρεύματος που επιλέγει αλλά από μια original, που πιστεύει πως ο Θεός οδηγεί το πινέλο της. Στο κέντρο μιας ταινίας ακαδημαϊκού χειρισμού με μερικές πυκνές στιγμές βρίσκεται ο οίστρος μιας ηθοποιού που επιβάλλεται ολοκληρωτικά, χωρίς να καπελώνει το ηθελημένα σκεπτικό και συγκρατημένο ύφος.