Οι συντελεστές επανέρχονται, το ίδιο και ο Γουές Κρέιβεν στη σκηνοθεσία (με τον Κέβιν Γουίλιαμσον στο σενάριο), για μια φιέστα ξεκοιλιάσματος, αλλά ενσυνείδητα μεταμοντέρνα, με σπασικλάδικη επίγνωση των κανόνων και αναρίθμητες σπόντες, λεκτικές και οπτικές, σε όλα τα slasher movies που προηγήθηκαν, από το Peeping Tom του Πάουελ μέχρι τα τρία πρώτα Scream, που ανακυκλώνονται στην ταινία με τη μορφή μιας ταινίας μέσα στην ταινία, την οποία υπογράφει (αν δεν μας κάνουν κι εδώ πλάκα) ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Η ταινία είναι τόσο αυτοαναφορική που μοιάζει με εγκεφαλική αιμορραγία.

Ο Γουές Κρέιβεν μάς κοροϊδεύει στα σοβαρά, οξύνοντας το déjà vu σε μια δραματουργικά, υποτίθεται, αγωνιώδη σινεφιλία, προσαρμοσμένη στην τρέχουσα τεχνολογία που κυκλοφορεί στα σχολεία και στα κολέγια, από τα φωνητικά apps μέχρι το video streaming. Εκσυγχρονίζει τη γλώσσα, αλλά το μενού των φόνων λιμνάζει απελπιστικά, γιατί, όπως λένε και στο φιλμ, το πρωτότυπο δεν πρέπει να το πετσοκόβεις. Προλαβαίνοντας τα σχόλια των «ξύπνιων» θεατών, το Scream μαντεύει εξαντλητικά τις κινήσεις και τις σκέψεις των πρωταγωνιστών, αλλά υποκρίνεται πως αγνοεί ότι, τελικά, η Νιβ Κάμπελ είναι πάντα το κλαψιάρικο θύμα, η Κόρτνεϊ Κοξ η φιλόδοξη σκύλα δημοσιογράφος και ο Αρκέτ ο άχρηστος, ανίκανος σερίφης. Τι παραπάνω να κάνεις με αυτούς τους τρεις; Απολύτως τίποτε! Μόνο για τους φαν, μέσα στους φαν, μέσα στους φαν…