Ο Ρομπέν Καμπιγιό, ο σκηνοθέτης του δραματικού χρονικού του AIDS, 120 χτύποι το λεπτό, λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της επιδημίας, δεν είναι άγνωστος. Το ντεμπούτο του, με το Revenants, συνδέεται με τη φετινή του ταινία, ακόμα κι αν δεν φαίνεται σε πρώτη ματιά: ένα ζόμπι θρίλερ είναι ένα καλό αλληγορικό ξεκίνημα, με την κοινωνική, δραματική φαντασία των 120 Χτύπων να παραλαμβάνει το ίδιο υλικό, κυριολεκτικά αυτήν τη φορά, και να αυξάνει την πολιτική και συγκινητική σημασία της ενσάρκωσης και της εξαΰλωσης. Η δεύτερη ταινία του, το Eastern Boys, έθετε τα προβλήματα μιας άνισης γκέι σχέσης στις σωστές παραμέτρους, όταν οι πρωταγωνιστές άλλαζαν ρόλους και σάστιζαν σε όλα τα επίπεδα. Έγραψε επίσης το σενάριο του Ανάμεσα στους τοίχους, του Χρυσού Φοίνικα του τακτικού συνεργάτη του Λοράν Καντέ, και ο απόηχος της έντονης ανταλλαγής επιχειρημάτων σε εκείνη την ταινία φαίνεται και στο 120 χτύποι το λεπτό, στη ρυθμική ραχοκοκαλιά της club μουσικής εκείνης της περιόδου, με διαλόγους πυρετώδεις και παθιασμένους. Πολύ πιο δυναμική και άμεση από θεματικά παρεμφερείς, κυρίως αμερικανικές ταινίες, η γαλλική εκδοχή της απενοχοποιημένης αντιμετώπισης του στίγματος και της σοβαρής διαχείρισης της ασθένειας από τον Καμπιγιό εστιάζει το παρισινό παράρτημα της Act Up και μια ομάδα ακτιβιστών οροθετικών (εκτός από έναν, τον Νατάν) που παλεύουν καθημερινά για πληροφόρηση, αναλαμβάνοντας δράση ενάντια στη συγκάληψη της, υποτίθεται, σοσιαλιστικής κυβέρνησης Μιτεράν, στην άγνοια και στην καχυποψία των πολιτών. Η πολιτική διάσταση της ταινίας μπλέκει εξαίσια με το προσωπικό στοιχείο, τον έρωτα, το φόβο και το σεξ που ξεδιπλώνονται οργανικά και ειλικρινώς, συγκινώντας χωρίς τραβηγμένες κορόνες και μελοδραματικές ευκολίες. Η έλλειψη συγκατάβασης είναι δραματουργικά εντυπωσιακή και απολύτως δικαιολογημένη, αφού ο Καμπιγιό υπήρξε πρόεδρος της Act Up μέχρι το 1990 και γνωρίζει πολύ καλά τι γινόταν. Και μάλιστα, δεν μένει μόνο στις διαδικασίες, στις αντιρρήσεις για τον αυθεντικό, επιθετικό ριζοσπαστισμό μιας μερίδας της οργάνωσης κόντρα στην πιο οργανωμένη δράση της αντίπαλης όχθης, αλλά σκύβει στα σώματα και τις ψυχές των θυμάτων, χωρίς να θυματοποιεί κανέναν.

 

Ο Καμπιγιό επισημαίνει σε βλέμματα που αιχμαλωτίζουν τον ξαφνικό τρόμο του τέλους σαν μελαγχολικό ρόγχο.

 

Πέρα από τη θεματική μεστότητα, αίσθηση προκαλεί η σύλληψη και η εφαρμογή της σκηνοθεσίας από τον Καμπιγιό, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως μοντέρ, συνέχισε ως σεναρίστας και η εξίσωση των δύο έφερε το ευεργετικό αποτέλεσμα που βλέπουμε. Σχεδιασμένη για να μείνει εντός των τειχών, η ταινία εκτυλίσσεται σε αμφιθέατρα και διαδρόμους, παρακολουθώντας συναθροισμένους ανθρώπους που διαφωνούν με ζωντάνια, ενώ κάποιοι από αυτούς γνωρίζουν πως πρόκειται να πεθάνουν σύντομα, κάτι που ο Καμπιγιό επισημαίνει σε βλέμματα που αιχμαλωτίζουν τον ξαφνικό τρόμο του τέλους σαν μελαγχολικό ρόγχο. Όταν ξεγλιστράει από το πεδίο της διεκδίκησης, η ομάδα γλεντάει σχεδόν φαντασιακά σε κλαμπ, εκεί όπου οι ίδιοι άνθρωποι παραδίδονται στη νύχτα και στους χτύπους της καρδιάς τους. Η τρίτη πράξη είναι και η πιο προσωπική για τον Καμπιγιό, η δεύτερη ευκαιρία του, μέσα από τη μυθοπλασία αυτήν τη φορά, να θρηνήσει έναν δικό του άνθρωπο από εκείνη την εποχή, έστω και σε ύστερο χρόνο. Διαρκεί πολύ, όσο χρειάζεται ωστόσο, και καθρεφτίζει το πνεύμα μιας εκτεταμένης κρίσης, λιώνοντας την ιστορική μνήμη στα πρόσωπα που καλούνται να τη διαδώσουν. Αντίθετα από το επείγον, σοκαριστικό και άκρως σαρκικό αποχαιρετιστήριο ταξίδι του Σιρίλ Κολάρ στον κόσμο των ζωντανών στις Άγριες Νύχτες (Nuits Sauvages) του 1995, οι 120 Χτύποι γνέφουν σε έναν ερωτισμό που απειλήθηκε, πάλεψε στα πέτρινα χρόνια και νίκησε ενάντια στα προγνωστικά.