Η σύγκριση της Διαφθοράς στη Νέα Ορλεάνη με το πρωτότυπο είναι δόκιμη, καθώς η ταινία του Φεράρα από το 1992 είχε εντυπωσιάσει με την τόλμη της, κυρίως μέσα από την παραδομένη στο χάος ερμηνεία του Χάρβεϊ Καϊτέλ και θεωρητικά δεν σήκωνε αναψηλάφηση. Οι μεγάλες διαφορές είναι δυο: ο αξιωματικός του Καϊτέλ ήταν ένας μπάτσος που κυλίστηκε στα ναρκωτικά και τη διαφθορά σε συνδυασμό με ένα μεγάλο χρέος που μαζεύτηκε από παράνομα στοιχήματα και που έχει θρησκευτικά οράματα ενοχών, ως υπενθύμιση της απελπισίας και της αμαρτίας στην οποία έχει περιπέσει. Αντίθετα, ο Νίκολας Κέιτζ, επίσης gambler που χρωστάει πολλά, καταφεύγει στα ναρκωτικά για να καταπολεμήσει τους αφόρητους πόνους στην πλάτη που του έχει προκαλέσει μια ηρωική διάσωση μετά την καταστροφή από τον τυφώνα Κατρίνα. Ο εθισμός του δεν ταράζεται από τις (ανύπαρκτες) θρησκευτικές του πεποιθήσεις και το πορτρέτο που επιλέγει ο Χέρτσογκ είναι ενός καλής πάστας αστυνομικού που, μόνιμα «φτιαγμένος», παρατυπεί για να εξασφαλίσει τη δόση του και παρανομεί επαναλαμβανόμενα, προκειμένου να εξιχνιάσει έναν πολλαπλό φόνο. Η δεύτερη διαφορά έρχεται με τη μαεστρία του Βέρνερ Χέρτσογκ να αφηγηθεί μια πιο συγκεκριμένη ιστορία, χωρίς να αιτιολογεί τον πυρήνα του έργου.

Ενώ το Bad Lieutenant του Φεράρα φωτογράφιζε κλινικά την κάθοδο του ήρωα στον Άδη, η Διαφθορά ακολουθεί τον μίτο μιας αστυνομικής υπόθεσης από κοντά, ενώ ταυτόχρονα είναι ένα υπαρξιακό δράμα. Ο καθολικός στο πρωτότυπο Καϊτέλ έβλεπε εικόνες του Χριστού να τον στοιχειώνουν στη μεγάλη του ντάγκλα, τη στιγμή που ο Κέιτζ στο αποκορύφωμα της αδρεναλίνης παρακολουθούσε χαζογελώντας την ψυχή ενός νεκρού μαφιόζου να χορεύει breakdance πάνω από το ακίνητο πτώμα του! Ανεξάρτητα από το διαφορετικό ύφος, τα πάντα εξαρτώνται από τον ηθοποιό στον κεντρικό ρόλο - γύρω του σχεδιάζονται όλα. Ο Καϊτέλ πήγε τον σουρεαλισμό σε τολμηρά επίπεδα αυτοσχεδιασμού. Ο Κέιτζ είναι παιγνιώδης και σουρεαλιστής, πιο τζαζ ροκ και την ίδια στιγμή μαλακός με τον εαυτό του, σαν να νοσταλγεί την καθαρότητα του παλιότερου βλέμματός του. Πέφτει σταδιακά στα σκληρά ναρκωτικά και βάζει τον θεατή να συναισθάνεται την αναπόφευκτη ανομία του. Θέλει συνενόχους και τους βρίσκει, γιατί η πρόθεσή του δεν είναι να βλάψει - στριμώχνεται και ξεφεύγει με ψέματα, κινείται σε μια παράλληλη πραγματικότητα, διαθλώντας τις εικόνες όπως οι ήρωες από το Fear and loathing in Las Vegas.

Ως λειτουργικός ναρκομανής, ο Νίκολας Κέιτζ είναι καταπληκτικός, στο στοιχείο του. Στραβώνει το σώμα του από τον πόνο και διασκεδάζει με τις απρόσμενες εξελίξεις που γεννάει η τρέλα ενός υπεύθυνου ανθρώπου σε μόνιμη κατάσταση ανευθυνότητας. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο τυχοδιώκτης Βέρνερ Χέρτσογκ φτιάχνει μια γωνιώδη και αγωνιώδη ταινία, που θα μπορούσε να είναι δυσανεκτική ή απροσάρμοστη, αλλά καταλήγει σε μια αλλόκοτα ψυχαγωγική εμπειρία, ούτε mainstream, ούτε όμως και εντελώς περιθωριακή.