Από τους τίτλους έναρξης, τα Μικρά πρόστυχα γράμματα μας προειδοποιούν πως η ιστορία που θα παρακολουθήσουμε είναι πιο αληθινή απ’ όσο φανταζόμαστε. Η ταινία της Τέα Σάροκ διατείνεται πως οι αδιανόητα βωμολόχες για τα κοινωνικά στάνταρ του 1920 επιστολές προσβάλλουν την παραλήπτριά τους, μια μεσήλικη, θεούσα γεροντοκόρη, μια «ατυχήσασα» που βράζει στην άβυσσο αντί της ενάρετης ψυχής που νομίζει πως έχει, και ζει με τον κακοποιητικά αυστηρό πατέρα και τη στωική, σοκαρισμένη από το περιεχόμενο των ύβρεων μητέρα της. Μια ασυμμάζευτη νεαρή γυναίκα, που κάποτε ήταν σχεδόν φίλη της, στοχοποιείται και σύρεται στη φυλακή, αφού δεν μπορεί να πληρώσει την εγγύηση, και στη συνέχεια σε δίκη που ταράζει τη βρετανική κοινή γνώμη, ως ένοχη, παρά τις κραυγές της για το αντίθετο – «θα μπορούσα να της τα πω όλα αυτά, δεν χρειαζόταν να τα γράψω», είπε για να υπερασπιστεί τον εαυτό της και, σύμφωνα με την έξωθεν μαρτυρία, έχει δίκιο. Ευτυχώς κάποιες γυναίκες ψάχνουν την υπόθεση και αποφασίζουν, με κάθε ταπεινό μέσο που έχουν στη διάθεσή τους, να επανορθώσουν μια αδικία που συντελείται χωρίς αντιστάσεις, σωστή έρευνα ή αμφιβολίες από τον συντηρητικό περίγυρο της πολίχνης. Σαν παράδοξο σταυρόλεξο με μυστηριώδη αποστολέα, η ταινία της Σάροκ εκτυλίσσεται σε εσκεμμένα κωμικό τόνο που, αντί να ενισχύσει την αντικειμενική απίστευτη ιστορία, τη ρίχνει στα βράχια. Ο Στίβεν Φρίαρς είναι μαέστρος γιατί βρίσκει τις σωστές ισορροπίες σε υπερβολικές dramedies όπως η Φιλομίνα. Τα Μικρά πρόστυχα γράμματα, μια ανάλαφρη και ταυτόχρονα σοβαρών προθέσεων χαμένη ευκαιρία φεμινιστικής υποσημείωσης, διαθέτουν μια γοητευτική χορογραφία στην υποκριτική, κυρίως χάρη στην Κόλμαν, αλλά δύσκολα γίνεται πιστευτή η ουσία των καταστάσεων, από τον ντικενσιανό δεσμό της Ίντιθ/Κόλμαν με την οικογένειά της και την ελεύθερη σχέση της Ρόουζ/Μπάκλεϊ με τη μικρή της κόρη και τον σύντροφο της ως τη χαοτική δίκη και τη λύση του γρίφου.