Ένας δολοφόνος παιδιών κυκλοφορεί ελεύθερος, το αστυνομικό σώμα αδυνατεί να τον συλλάβει, τα συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος συνέρχονται εκτάκτως για να αναλάβουν δράση και να τον βρουν εν τέλει οι κακοποιοί, καθώς οι Αρχές τούς χαλάνε τις βρομοδουλειές, οι γονείς περιμένουν μάταια, το Βερολίνο αναστατώνεται: πέρα από τα αθώα θύματα που παίζουν αμέριμνα στους επικίνδυνους δρόμους του Μεσοπολέμου, ο Φριτς Λανγκ δεν βλέπει με συμπάθεια κανένα από τα γκροτέσκα πρόσωπα που φιλμάρει έντονα, σχεδόν χαιρέκακα, από τον στρογγυλοπρόσωπο και γουρλομάτη Λόρε που υποδύεται τον φονιά Χανς Μπέκερτ και τον τυφλό πλανόδιο έμπορο μέχρι τους εξουσιαστές και τα τσιράκια τους που συναποτελούν την ανήσυχη πινακοθήκη του αριστουργήματός του Μ - Ο δράκος του Ντύσελντροφ, του πρώτου του ομιλούντος φιλμ που βασίζεται σε πραγματικό χαρακτήρα και συνέγραψε, όπως και το Μετρόπολις, με την Τέα φον Χάρμπου.

 

Τις έξοχες αρχικές σκηνές υπόνοιας (το κοριτσάκι που χτυπάει το τόπι του στο πόστερ με την προειδοποίηση για τον κίνδυνο που παραμονεύει, η σκιά του Λόρε και το μπαλόνι που υψώνεται αδέσποτο στα σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος) διαδέχεται η κλιμάκωση της δράσης του ασύλληπτου δράκου μέχρι τις πνιγμένες με καπνούς πούρων και τσιγάρων συνελεύσεις των αφεντικών του υπόκοσμου και το χορωδιακό φινάλε με την ψευτοδίκη και την αρκετά διδακτική επίκληση των μανάδων για ασφάλεια, που ήταν και ο πρωταρχικός στόχος του Λανγκ. Είναι προφανές ότι, μετά το Μετρόπολις και το Μ, η απόφαση του κορυφαίου Γερμανού σκηνοθέτη να φύγει από τη χώρα που δεν αναγνώριζε πλέον ως δική του αλλά ως έδαφος εχθρικό και υφαρπαγμένο από την παράνοια και την άνοδο του ναζιστικού κόμματος (με το που άκουσαν ότι ετοιμάζει ταινία για φονιά προσπάθησαν να τον σαμποτάρουν, γιατί πίστευαν πως θα εννοούσε εκείνους) ήταν μια πολλαπλή καταγγελία για το πιο σαθρό κακό που θα μπορούσε να βάλει ο νους, δηλαδή την αναίτια θανάτωση των πλέον αθώων πολιτών. Ψύχραιμος με την έλευση του ήχου, χρησιμοποίησε το νέο τεχνολογικό εργαλείο με θαυμαστή οικονομία, αφήνοντας ως παρακαταθήκη το σήμα κατατεθέν σφύριγμα του Μπέκερτ όταν πλησίαζε τα παιδιά, επιμένοντας στις εικαστικές επινοήσεις και όχι στον εκτενή διάλογο, συχνή παθογένεια των πρώτων ομιλουσών ταινιών της περιόδου.

 

Ένα από τα πιο ολοκληρωμένα (παρα)δείγματα του σινεμά της Βαϊμάρης, το Μ όχι μόνο αποτελεί απόδειξη της υπεροχής του γερμανικού καλλιτεχνικού ρεύματος έναντι των ελλειμματικών από άποψη ποιότητας ταινιών αμερικανικής προέλευσης εκείνης της εποχής, αλλά και της ένδειας της κριτικής, τουλάχιστον της αγγλοσαξονικής, που είδε την ταινία και δεν κατάλαβε τίποτε από εκείνα που ήθελε να πει, αλλά την εξέταζε με το μικροσκόπιο και με στενή οπτική, εμμένοντας σε κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες, αντί να διακρίνει τη μεγάλη εικόνα της. Ευτυχώς, τα πράγματα βελτιώθηκαν μετά τον πόλεμο και ο Λανγκ τοποθετήθηκε στη θέση που του άξιζε, χαριτολογώντας μάλιστα πως δέχθηκε τις καλύτερες κριτικές για τη συγκεκριμένη ταινία με το που κυκλοφόρησε το αναμφισβήτητα υποδεέστερο αμερικανικό remake, το 1951, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λόουζι.