H πιο επίμονη ένσταση για τη σειρά των ταινιών Τζέιμς Μποντ, δηλαδή ο χάρτινος κεντρικός χαρακτήρας, που, παρά τα ευφάνταστα αξεσουάρ του και τη φλεγματική, εμβληματική του καλλιέπεια, παρέμενε αποσυνδεδεμένος από την πραγματική ζωή και το ζωτικό πάθος, καταρρίπτεται επισήμως φέτος, μετά τη διαδικασία ανασύνθεσης που ξεκίνησε σοβαρά από το Casino Royale - με ψήγματα αλήθειας σπαρμένα και στις προσπάθειες του Πιρς Μπρόσναν. Ο Μποντ νο. 23 είναι ένα ψυχαναλυτικό τρίγωνο ανάμεσα στον 007, τον παράφρονα Σίλβα και την Μ, η οποία τοποθετείται στο επίκεντρο δύο πρακτόρων και μιας βεντέτας που εξελίσσεται σε προσωπική διεκδίκηση, ως η αναπληρωματική μητρική φιγούρα ανδρών με ανεπίλυτα τραύματα και δολοφονικά ένστικτα. Η Μ ασκεί τα καθήκοντα της προϊσταμένης των μυστικών υπηρεσιών με τη σκληρότητα και την απαρασάλευτη πίστη μιας ηγουμένης αλλά και τη στρατιωτική πειθαρχία μιας Σοβιετικής προπονήτριας, και αποδεικνύεται η πιο ατσάλινη από τους τρεις πρωταγωνιστές. Ο Σαμ Μέντες κάνει τη διαφορά, μετατοπίζοντας πονηρά τη ματιά του θεατή από τα πυροτεχνήματα του θεάματος στην καταγωγή του πόνου: για πρώτη φορά ο Μποντ αποκαλύπτει το παρελθόν του, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, φωτίζοντας τον υπαρξιακό κυνισμό των δυο προηγούμενων ταινιών, χωρίς ωστόσο να αφαιρεί την αταβιστική του ανάγκη να τιμωρεί όποιον του πειράζει τα ιερά και τα όσια, δηλαδή την πατρίδα και το καθήκον - προσθέστε την Μ και την παλιά Άστον Μάρτιν του, τη vintage «κούκλα» τoυ που βγάζει από το γκαράζ και σεργιανίζει ως το ερειπωμένο πατρικό του στη Σκωτία. Και για να μην ξεχνιόμαστε, στο Skyfall είναι η πρώτη φορά που πραγματικά βλέπουμε τον Τζέιμς Μποντ να κάνει σεξ, έστω και αν δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς πώς ξεφύτρωσε και πού κατέληξε η ερωμένη του, η Ελληνίδα Τόνια Σωτηροπούλου (ίσως εξηγηθεί σε επόμενο επεισόδιο). Αντίθετα, βραχεία, αλλά ολοκληρωμένη είναι η συνεύρεσή του με την Μπερενίς Μαρλό, η οποία υποδύεται μια πρώην σκλάβα που συναντά σε καζίνο του Μακάο και θα τον οδηγήσει στον Σίλβα, τον εργοδότη της. Ο τρόπος που την προσεγγίζει, σε έναν ατμοσφαιρικό διάλογο με τα κλασικά διπλά νοήματα, δεν δηλώνει απλώς τη γνώση του για τη γυναικεία ψυχοσύνθεση αλλά κυρίως την κατανόηση της απελπισίας και του παιχνιδιού της έντεχνης απόκρυψής της. Ανέκαθεν, ο Μποντ το έπαιζε ώριμος και πεπειραμένος, αλλά εδώ έχει βιώσει τα «θέματά» του και τα εκφέρει ανθρώπινα και πιο πειστικά. Στο σεξ και στον θάνατο, ο μέχρι πρότινος μονοδιάστατος εξυπνάκιας, γκατζετάκιας, poseur 007 απέκτησε επιτέλους ραχοκοκαλιά χαρακτήρα και βάθυνε χάρη στον χειρισμό του ικανότατου σε πολύπλοκα και σοφιστικέ πορτρέτα Σαμ Μέντες και της ομάδας του. Διότι και η εικόνα της ταινίας, μέσα από τον φακό του σπουδαίου Ρότζερ Ντίκινς, υποστηρίζει αβίαστα την εναλλαγή περιπέτειας με δράμα, συνθέτοντας ένα ολοκληρωμένο επεισόδιο με σκοτεινιές και γούστο, και όχι ένα γυαλισμένο, δισυπόστατο μόρφωμα που θα άφηνε απορίες και δυσάρεστα ερωτηματικά. Η καταδίωξη της έναρξης είναι καλοκουρδισμένη, αλλά μάλλον τυπική, ενώ η μακρόσυρτη αναμέτρηση του φινάλε δεν είναι παρά η κλιμάκωση ενός δεξιοτεχνικού σασπένς, που δεν αφήνει τον θεατή να εφησυχάσει επί 143 λεπτά.