Η συνέχεια των Φανταστικών Ζώων ενώνει περισσότερο τον νέο μαγικό μύθο της Ρόουλινγκ με το σύμπαν του Χάρι Πότερ, καθώς ο γνωστός καθηγητής Άλμπους Ντάμπλντορ, στα νιάτα του, είναι ο μυστηριώδης συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον αδίστακτο μάγο Έλερτ Γκρίντενβαλντ και στον φιλειρηνικό μάγο-ζωολόγο Νιουτ Σκαμάντερ.

 

Απειλείται σύρραξη, καθώς ο δημαγωγός Γκρίντενβαλντ προσπαθεί να σπείρει διχόνοια στους κύκλους των μάγων, να επιβάλλει την τάξη και μαζί την κυριαρχία επί των κοινών θνητών, σπάζοντας την εκεχειρία ενός αιώνα, και να παρασύρει το δυνατότερο και πιο συγχυσμένο νέο ταλέντο, τον Κρίντενς, ο οποίος δεν έχει βρει ακόμα την ταυτότητά του και ψάχνει τις ρίζες του στο Παρίσι, εκεί όπου θα δοθεί μια τιτάνια μάχη ανάμεσα στο Καλό και στο λιγότερο Καλό.

 

Στα θετικά της ταινίας του έμπειρου σκηνοθέτη Ντέιβιντ Γέιτς, εκτελεστή των τελευταίων Πότερ, είναι πως εύκολες απαντήσεις γύρω από το δίκαιο και το παραστρατημένο δεν δίνονται και οι εκκρεμότητες μεγεθύνονται. Μαζί τους πολλαπλασιάζονται οι μικρές ιστορίες και οι χαρακτήρες που πλαισιώνουν την πρωταγωνιστική τετράδα, ξεχειλώνοντας την πλοκή, με την υπόσχεση να αποκτήσουν νόημα και ουσιαστικότερη υπόσταση στις συνέχειες που σίγουρα θα ακολουθήσουν.

 

Τα Φανταστικά Ζώα είναι ένα ιδιαίτερο στοίχημα. Αν ο θεατής το εκλάβει ως sequel, υπολείπεται σε σασπένς, καθώς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί ο κόσμος των μάγων. Αν όμως, υποθετικά, ξεχάσει τον συντελεσμένο μέλλοντα, μπαίνει σε μια διαφορετική ατμόσφαιρα, πιο ενήλικη, αυθεντικά σκοτεινότερη, συνυφασμένη με τους νεφελώδεις καιρούς και την κοινωνία που το φιλοξενεί.

 

Ο κόσμος της αντιπαλότητας δεν είναι το ίδιο συμπαγής με το Χόγκγουαρντς και τα νοητά και φυσικά περίχωρά του, αν και οι σκηνικές αναπαραστάσεις του Λονδίνου και του Παρισιού της δεκαετίας του 1920 παραμένουν εντυπωσιακές, σβησμένες σε υποβλητικό κιαροσκούρο, ενδεδυμένε επιμελώς και διακριτά, τεχνικά αρτιότατες. Εξαιτίας της ανάπτυξης ενός ογκώδους σεναρίου, τα αλλόκοτα ζώα του Σκαμάντερ έχουν περιοριστεί και παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένες σκηνές, ενώ το focus δίνεται στα επιχειρήματα που ανταλλάσσονται, διαλύοντας μερικές παρεξηγήσεις και δημιουργώντας περισσότερες.

 

Ο χαρακτήρας του Ντάμπλντορ αμυδρά σκιτσάρεται ως gay, αλλά ο όποιος υπαινιγμός αποκρούεται μπροστά σε μια αδελφική φιλία που χάλασε ανεπιστρεπτί: ο καθηγητής αποφεύγει να δει τον πρώην κολλητό του γιατί έχει δεσμευτεί να μην τον ξανασυναντήσει, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο στον Γκρίνενβαλντ να επιδείξει τις δυνάμεις του και να οργανώσει μια προπαγάνδα που διασταυρώνει τον Μαγκνέτο των X-Men με έναν βελούδινο Χίτλερ ‒ υπόθεση που επιτείνεται από το κλίμα, την εποχή και τα εβραϊκά ονόματα όσων δεν πείθονται καθόλου από το φασιστικό του αφήγημα.

 

Ο Τζόνι Ντεπ στον ομώνυμο ρόλο βάζει φακό επαφής αλά Μέριλιν Μάνσον στο ένα του μάτι (η απαραίτητη μεταμφίεση που πάντα επιζητεί ο Αμερικανός ηθοποιός) και φαίνεται να καραδοκεί στο ρελαντί, χωρίς κανείς να γνωρίζει αν κάποτε θα εκραγεί με φουλ τις μηχανές.

 

Ο Τζουντ Λο ερμηνεύει τον Άλμπους με την πληροφορία της σοφίας που έχει κατακτήσει ο χαρακτήρας του από τις εμφανίσεις του στον Χάρι Πότερ. Ο Έντι Ρεντμέιν έχει αφομοιώσει πειστικότερα το συνεσταλμένο προφίλ του Σκαμάντερ σε σχέση με την αμηχανία που μετέδωσε στο πρώτο επεισόδιο ‒ συνεχίζει, πάντως, να αποφεύγει το απευθείας βλέμμα στην κάμερα, ως μέρος του χαρακτήρα. Η Κάθριν Γουότερστον περισσότερο αντιδρά, κάτι που συμβαίνει και με τον Έζρα Μίλερ, δίνοντας την εντύπωση πως οι δυο τους θα έχουν περισσότερα να πουν και να πράξουν στο μέλλον.

 

Ωστόσο, η τελική σεκάνς της μάχης αποζημιώνει, απηχώντας τις λεοντόκαρδες συγκρούσεις του ποτερικού παρελθόντος. Τα Φανταστικά Ζώα είναι ένα ιδιαίτερο στοίχημα. Αν ο θεατής το εκλάβει ως sequel, υπολείπεται σε σασπένς, καθώς γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί ο κόσμος των μάγων. Αν όμως, υποθετικά, ξεχάσει τον συντελεσμένο μέλλοντα, μπαίνει σε μια διαφορετική ατμόσφαιρα, πιο ενήλικη, αυθεντικά σκοτεινότερη, συνυφασμένη με τους νεφελώδεις καιρούς και την κοινωνία που το φιλοξενεί.