Με επίκεντρο τη θρυλική μονομαχία τους στον τελικό του τουρνουά του Γουίμπλεντον, το δράμα του Δανού Γιάνους Μετς καταφέρνει να ισορροπεί, σαν ένα ράλι, όπως αποκαλούν στην ορολογία του τένις την ανταλλαγή διαρκείας σε μπαλιές από την baseline, ανάμεσα στην αθλητική και την προσωπική βιογραφία.

 

Με δεδομένη την ένταση και τις αυξημένες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν πριν από τον μεγάλο αγώνα του 1980, ο Μετς ιχνογραφεί δύο αντίθετες προσωπικότητες και ανατρέπει μια παγιωμένη προκατάληψη: ο Σουηδός Μπιόρν Μποργκ, το μεγαλύτερο αστέρι του αθλήματος ως εκείνη τη στιγμή, θεωρούνταν ένας ψυχρός εκτελεστής χωρίς αισθήματα, ενώ ο εκρηκτικός Αμερικανός Τζον Μάκενρο, ένας αλήτης στα σαλόνια του πιο σνομπ κλαμπ στο χώρο των σπορ, ασυμμάζευτος και προβληματικός, αν και ταλαντούχος πέραν πάσης αμφισβήτησης, καινοτόμος και σαφώς πιο άμεσος στα χτυπήματα και τη στάση του μέσα στο γήπεδο.

 

Κι όμως, μέσα από την ταινία εδραιώνεται μια διαφορετική ιστορία, με τον Μποργκ να έχει προσπαθήσει σε βαθμό νεύρωσης και ψυχαναγκασμού να τιθασεύσει τη σωρευμένη οργή του, και τον «Μακ», πολύ πιο εσωστρεφή και μοναχικό, ευαίσθητο και ακοινώνητο, αν και εξίσου προβληματικό στις διαπροσωπικές του σχέσεις και τη σχέση με τον πατέρα του.

 

Φιλιωμένοι και ομονοούντες πλέον, οι δυο πάλαι ποτέ σφαγμένοι εχθροί στα κορτς έχουν ελαφρώς αποκλίνοντα συναισθήματα για την ταινία.

 

Φιλιωμένοι και ομονοούντες πλέον, οι δυο πάλαι ποτέ σφαγμένοι εχθροί στα κορτς έχουν ελαφρώς αποκλίνοντα συναισθήματα για την ταινία. Ο Μάκενρο πιστεύει πως το Όλα για τη Δόξα είναι αδικαιολόγητα ανακριβές («αν μου ζητούσαν την άποψη μου από την αρχή, θα είχαν επινοήσει καλύτερα ψέματα») ενώ ο Μποργκ το βρίσκει μυθοπλασία μεν, αλλά μια χαρά ψυχαγωγία.

 

Λίγη σημασία έχει μπροστά στη σταθερά συναρπαστική κλιμάκωση της πορείας προς τον μεγάλο αγώνα δύο αντίρροπων δυνάμεων της φύσης, την ψυχολογική ένταση που βγάζει ο συνδυασμός των αναδρομών με την αληθοφάνεια των κινηματογραφημένων φάσεων, και η απίστευτη ομοιότητα του Σουηδο-Ισλανδού Σβέριρ Γκούντνασον με τον Μποργκ, στο πρόσωπο, το σώμα και το ύφος.

 

Ο ΛαΜπέφ είναι καλός, και ο Σκάρσγκαρντ, στο ρόλο του Σουηδού προπονητή, εξαιρετικός, σε μια ταινία που μοιράζεται πειστικά ανάμεσα στη σουηδική και την αγγλική γλώσσα.