Η δραματική διασκευή ενός εσωτερικού μονολόγου του Κρίστοφερ Ίσεργουντ δεν είναι απλή αποστολή. Ο Τομ Φορντ παίρνει προσωπικά μια ιστορία που προφανώς απηχεί δικές του υπαρξιακές αγωνίες και τις μετατρέπει σε απαιτητικό σινεμά, που αποστομώνει τους σκεπτικιστές (του τύπου, τι να μας πει τώρα ένας μόδιστρος;). Ο Κόλιν Φερθ υποδύεται τον Τζορτζ, έναν Βρετανό καθηγητή στην Καλιφόρνια του 1962, ο οποίος έχει χάσει τον σύντροφό του 8 μήνες πριν και βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο κατάθλιψης και πένθους. Παρακολουθούμε μια μέρα από τη ζωή του, μια διόλου τυχαία μέρα, που μπορεί να είναι και η τελευταία του, καθώς ένα ρεβόλβερ δεσπόζει υπονοώντας πως είναι πολύ πιθανό να το χρησιμοποιήσει για να δώσει οριστικό τέλος στη μιζέρια του.

Δεν είμαστε σίγουροι αν έχει το ειδικό θάρρος να αυτοκτονήσει, και το έργο εξελίσσεται πάνω σε αυτό που υπόσχεται: ένα φιλμ παραδήλωσης και υποσήμανσης, δύσκολο στην ουσιαστική αποκρυπτογράφησή του, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας του Τζορτζ έχει μεγαλώσει τη Μεγάλη Βρετανία του '20 και του '30 και έχει εκπαιδευτεί να κρύβει την ομοφυλοφιλία του, επομένως και τη συναισθηματική του επικοινωνία. Ο Κόλιν Φερθ έχει μια σκηνή στην αρχή που αποκαλύπτει (με φλασμπάκ) το μέγεθος της ερμηνείας του, ίσως της καλύτερης ανδρικής για τη χρονιά που διανύουμε: ακούγοντας τα τρομερά νέα τού θανάτου του εραστή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, βλέπουμε να ραγίζει η μάσκα της απάθειας αλλά και να σπάει και το κάλυμμα της αξιοπρέπειας, καθώς οι συγγενείς του θύματος, για ευνόητους λόγους, του απαγορεύουν να παραστεί στην κηδεία.

Από αυτό το σημείο και πέρα, αναλαμβάνει δράση ο Τομ Φορντ. Τοποθετεί την υποτιθέμενη τελευταία μέρα του Τζορτζ στο κομψό περιβάλλον της Καλιφόρνιας, με μια επίσκεψη του Τζορτζ στο άνετο σπίτι της πρώην ερωμένης και καλής του φίλης, και δυο συναντήσεις του Τζορτζ με έναν hustler έξω από ένα καφέ και με έναν μαθητή του που είναι σαφές πως προτιμάει τον δάσκαλο από τη διδασκαλία του (λαμπερός και λάγνος έφηβος ο Νίκολας Χουλτ, το αγόρι από το About a Boy). Το ύφος είναι επιμελημένα φροντισμένο, άψογα ραμμένο, ευδιάκριτα διαφημιστικό, λουσμένο στο φως και το αιώνιο κυνήγι της σαρκικής ευστοχίας. Οι φοίνικες και ο ωκεανός, οι μεγάλες γραμμές, οι οριζόντιες επιφάνειες, το καλόγουστο σπίτι του ακαδημαϊκού κόντρα στη μεγαλοαστική έπαυλη της πλουσίας φίλης (έξοχη η Μουρ, θολωμένη από το θηλυκό γινάτι της ματαιοδοξίας) επιτείνουν την έλλειψη έρματος του Τζορτζ, τη νεκρή του επιθυμία, την άσκοπη περιπλάνησή του σε τόπους γνωστούς που στερούνται νοήματος. Ο Φορντ τον παρομοιάζει κινηματογραφικά με ένα νησί πεταμένο σε μια ξένη χώρα, με την παλιά, στεγνή Αγγλία που δεν έχει πια θέση σε μια ολοκαίνουργια, λεία και γαλακτερή Καλιφόρνια που καλπάζει σαν ασταμάτητη νεανική ορμόνη.

Η εμπιστοσύνη του Φορντ στις δυνάμεις του δεν μεταφράζεται σε βιασύνη ή αλαζονεία. Η σκηνοθεσία του και η οργανική λειτουργία της σκηνογραφίας υπηρετούν το ανεπανάληπτο πρόσωπο ενός άνδρα μόνου: μόνου επειδή είναι χήρος, επειδή είναι ομοφυλόφιλος, επειδή το αλκοόλ δεν τον λύνει αλλά του θυμίζει όλο και πιο πολύ πως η απώλειά του δεν αντιστρέφεται και δεν αντικαθίσταται ούτε και από μια προσωρινή περιπέτεια της σάρκας, και τέλος επειδή η καλύτερή του φίλη θέλει να αναπαραστήσει ένα ψέμα, προσπαθώντας να τον μεθύσει με τζιν και λόγια παρηγοριάς για να ζεστάνει το λάθος πάθος. Η ευτυχία κατοικεί στη μνήμη του και εμείς ρίχνουμε εξιδανικευμένες, κλεφτές ματιές σε χαρούμενες στιγμές του ζευγαριού. Στην έκφραση του Φερθ δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε πως κι εκείνος τη ζει και την παρατηρεί ταυτόχρονα, σαν να μην πιστεύει στην καλή τύχη των αισθήσεών του. Ναι, ο Τομ Φορντ δεν μπορεί να μη δώσει φωτογένεια στη σκοτεινιά, αλλά δεν προδίδει ούτε στιγμή την ψυχική υποστολή ενός ανθρώπου που αγάπησε και τελείωσε με την ενστικτώδη καλαισθησία του.