Πλημμυρισμένο από την ασταμάτητη ομιλία, on και off camera, ενός υπερκινητικού αγοριού, σε τέτοιο βαθμό έξυπνου κι ευσυγκίνητου που υποδηλώνεται αυτισμός ή Άσπερτζερ, το Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά καθορίζεται εντελώς από τους υπερβολικούς τροπισμούς του παιδιού. Φαντάζομαι πως στο ομώνυμο ευπώλητο μυθιστόρημα του Φόιερ η παιδική φωνή που πυροβολεί συναισθήματα και σκέψεις εκλαμβάνεται διαφορετικά. Ο ήχος αυτής της φωνής μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες εκπλήξεις και να χαλάσει τη συγκίνηση. Η ευαισθησία του Όσκαρ, που μισεί τη μάνα που επέζησε έναντι του χαμένου πατέρα του, τον οποίο λάτρευε, γίνεται μελοδραματικά υστερική. Η ταινία συνέρχεται μόνο όταν εμφανίζεται ο γηραιός κύριος, που προφανώς είναι ο παππούς του παιδιού και δεν μιλάει από επιλογή εδώ και χρόνια. Τον υποδύεται ο Μαξ φον Σίντοου και μακάρι να πάρει αυτός το Όσκαρ δεύτερου ρόλου για τρεις λόγους: πρώτον διότι απορροφάει τον πόνο του παιδιού κι εκπέμπει την τραγωδία που έχει ζήσει από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης (δεν είναι από το Ολοκαύτωμα, ούτε είναι Εβραίος), δεύτερον είναι πιο εύγλωττος απ’ όλες τις λέξεις της ταινίας και αναδεικνύει τη σκηνοθεσία, και τρίτον γιατί έχει παίξει στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν! Ο Όσκαρ και ο παππούς του διασχίζουν ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης και η συγκεκριμένη διαδρομή βγάζει νόημα και προχωράει ένα κατά τα άλλα κατασκευασμένο σεναριακό σχήμα. Διότι είναι εξαιρετικά απίθανο και απίστευτα υπερβολικό να βλέπεις ένα 11χρονο καθαρό, γαλανομάτικο, λευκό αγόρι να διασχίζει σε καθημερινή βάση τη Νέα Υόρκη και τα προάστιά της μ’ ένα σακίδιο, μια σφυρίχτρα κι ένα ντέφι, να χτυπάει κουδούνια, να ρωτάει αγνώστους και να ξαναγυρίζει σπίτι, χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι, αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Προς τιμήν του, ο Ντάλντρι επέλεξε να αποτίσει φόρο τιμής στην τραγωδία, χωρίς να την απεικονίσει φάτσα κάρτα, άρα να τη θυσιάσει στον βωμό του θεάματος, χαιρετίζοντας έτσι το ενωτικό πνεύμα των κατοίκων της πόλης που επλήγη και όχι αναπαράγοντας τις τραχιές, σοκαριστικές τηλεοπτικές μνήμες της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων. Ο μικρός είναι το μοτέρ που διατρέχει το φιλμ, αλλά ο Ντάλντρι δεν υπολόγισε σωστά το εκτόπισμα της παρουσίας του και, κατ’ επέκταση, την αληθοφάνεια του χαρακτήρα του. Σε όλες του τις ταινίες του (και οι τέσσερις έχουν προταθεί για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας!) ο Βρετανός δημιουργός έχει ένα νέο αγόρι στον πρωταγωνιστικό ή στον κεντρικό ρόλο. Κι ενώ στις Ώρες ο κατεστραμμένος χαρακτήρας του Εντ Χάρις σε νεαρή ηλικία ξεκλείδωνε το σπονδυλωτό δράμα, διασχίζοντας τις εποχές, και στα Σφραγισμένα Χείλη ο Νταβίντ Κρος άφηνε διακριτικά ελεύθερο χώρο στη Χάνα της Κέιτ Γουίνσλετ να διατρέξει τα σπαράγματα του παρελθόντος της, ο γεννημένος χορευτής Μπίλι Έλιοτ και ο μανιακός εξερευνητής Όσκαρ Σελ έχουν τα προβλήματά τους: βρίσκονται αντιμέτωποι με αντικειμενικές δυσκολίες και αντιμετωπίζονται με περίσσεια συναισθηματική φόρτιση και απροκάλυπτη, μελό συμπάθεια από τον Ντάλντρι. Το στρογγυλεμένο, αλά best seller, φινάλε επιβεβαιώνει αυτήν τη σημαντική αδυναμία.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1