Ένας σύγχρονος άγιος μετακομίζει, πένητας και ταπεινός, από το χωριό στην πόλη για να βρει τον συνομήλικο, επίσης νεαρό αφέντη του, για να τηρήσει τον λόγο του. Η αφέλειά του αφοπλίζει, τρυπάει τον χρόνο, τον κυνισμό, την πονηριά.

 

Ο Λάζαρος ανοίγει τα μάτια του πλατιά, σαν ανεξίκακο παιδί, και καθρεφτίζει την αφήγηση της Αλίτσε Ρορβάχερ, η οποία και πάλι αναρωτιέται αν τα μοντέρνα θαύματα έχουν θέση σε έναν κόσμο που μπορεί και να μην τα πάρει καν χαμπάρι.

 

Η αφήγησή της είναι μια ανθρώπινη σερπαντίνα, (ηθελημένα) ποτέ αρκετά αιχμηρή, μακροσκελής: ξεκινά από μια παραλλαγή του Πρίγκιπα και του Φτωχού, περνάει στην περίπτωση της επίμορτης αγροληψίας, της εκμετάλλευσης και της ψυχολογικής άρνησης, φιλτράρει με βιωματικά στοιχεία την ταινία και σχολιάζει την ευγένεια ως πεισματάρικη αντίσταση στον μηδενισμό. Η Ρορβάχερ εξελίσσεται σε ανάδελφη δημιουργική φωνή στο ευρωπαϊκό σινεμά.