Το Χαίρε Καίσαρ δεν διαφέρει στην καρδιά και το DNA από την ουσία των προηγούμενων έργων των αδελφών Κοέν, ας πούμε πως βρίσκεται πιο κοντά στο Ένας σοβαρός άνθρωπος και το Μπάρτον Φινκ, αλλά σε μεγέθυνση, με μια δόση από τις απαγωγές του Μεγάλου Λεμπόφσκι και του Αριζόνα Τζούνιορ. Εξακολουθώντας να είναι αλλεργικοί σε οποιοδήποτε στρογγύλεμα ή μήνυμα μέσα στα φιλμ τους, εδώ επιχειρούν έναν κωμικό και φιλοσοφικό φόρο τιμής στο αμερικανικό σινεμά και τους ανθρώπους που το έφτιαξαν, το υπηρέτησαν, το συντήρησαν ή το διέβαλλαν.

 

Παρακολουθούμε πολλές ταινίες να γυρίζονται μέσα στην ταινία με επίκεντρο το ομώνυμο Χαίρε Καίσαρ, ένα σανδαλόσπαθο έπος που μοιάζει φτυστά στο Μπεν Χουρ, ακόμη και στον υπότιτλο, A Tale οf Christ. Ανάμεσα στις υπόλοιπες, ένα μιούζικαλ με τον Τσάνινγκ Τέιτουμ, σαν και το On the town με τον Τζιν Κέλι. Μια υγρή εξτραβαγκάντζα με τη Σκάρλετ Τζοχάνσον, ακριβώς σαν το Million Dollar Mermaid με την Έστερ Γουίλιαμς. Κι ένα δράμα περιωπής, με τίτλο Merrily We Dance, σκηνοθέτη τον σνομπ, αλά Τζορτζ Κιούκορ, Λόρενς Λορέντς (Ρέιφ Φάινς, απολαυστικός) και δύσμοιρο πρωταγωνιστή τον Χόμπι Ντόιλ (αποκάλυψη ο Άλντεν Έρενραϊχ που είχαμε δει στο Τέτρο και στο Beautiful Creatures), που προέρχεται από γουέστερν της σειράς και δεν μπορεί βάλει δύο λέξεις στη σειρά, πόσο μάλλον να αντεπεξέλθει σε σοφιστικέ, απαιτητικούς διαλόγους. Αυτό το αφελές και πρόθυμο βλαχάκι πιάνει στο φιλότιμο, όταν τα πράγματα σκουραίνουν και χρειάζεται μια λίγο καουμπόικη επέμβαση, ο διευθυντής του στούντιο Κάπιτολ (το ίδιο, αν θυμάστε, από το Μπάρτον Φινκ, με τον Μάικλ Λέρνερ φωνακλά δερβέναγα), εδώ ο Τζος Μπρόλιν, που προσπαθεί με την ψυχή στο στόμα να κρατήσει σε σταθερή πορεία τις παραγωγές που τρέχουν και σε νηφάλια συμπεριφορά τα κακομαθημένα παιδιά του, τους σταρ/πρωταγωνιστές, που συνέχεια αποζητούν ειδική μεταχείριση. Όπως, για παράδειγμα, την ΝτιΆνα, τη Σκάρλετ Τζοχάνσον δηλαδή, με το εξώγαμο που απειλεί να τινάξει στον αέρα την καριέρα της, όπως κάποτε σώθηκε από τα τσακάλια των δημοσίων σχέσεων η Λορέτα Γιανγκ, επειδή αποσιωπήθηκε έντεχνα η ανεπιθύμητη μητρότητά της. Ο μεγάλος πονοκέφαλος λέγεται Μπερντ Γουίτλοκ: είναι ο Καίσαρας, τα φέρνει στα ταμεία, αλλά ανεξήγητα, ή όχι και τόσο ανεξήγητα, αφού η εμπορική του απήχηση ίσως είναι ο λόγος της εξαφάνισής του, απήχθη από μια ομάδα κομμουνιστών για να κρατηθεί όμηρος σε μια σπιταρόνα στο Μάλιμπου, και μόλις συνέλθει, να συζητήσουν όλοι μαζί κάποια ζητήματα αρχής, που με την επιρροή του ελπίζουν πως θα περάσουν στη μάζα, στο πόπολο που βλέπει σινεμά και τότε, στα '50s, πίστευε ευλαβικά ό,τι ξεστόμιζαν οι Θεοί του. Τον Γουίτλοκ υποδύεται μοναδικά ο Τζορτζ Κλούνι με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ιδανικός κοενικός «ηλίθιος» που διαθέτει δύναμη ανεξάρτητα από τη θέλησή του, και θέληση πέρα από τις δυνάμεις του. Κοντολογίς, ένας σταρ παλαιάς κοπής, που του φέρονταν σαν να ήταν παιδί και πάντα ήθελε να ξεφύγει από τα γκέμια της επιτήρησης, χωρίς να παίρνει το ρίσκο εύκολα – σε κατηγορία στην οποία ξεχώριζαν, εκτός από τους τελείως ανένταχτους, εκείνοι που, όπως ο Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ, για παράδειγμα, από ένα σημείο κι έπειτα συνήλθαν και επικοινώνησαν εκ νέου με το μυαλό και τις επιθυμίες τους.

 

Ο Μπρόλιν, λοιπόν, που στην ταινία των Κοέν λέγεται Έντι Μάνιξ, όπως κάποτε ο πραγματικός αντιπρόεδρος της MGM, και μαζί με τον αρχηγό των δημοσίων σχέσεων του ίδιου στούντιο, Χάουαρντ Στρίκλινγκ, αποτέλεσαν το μοντέλο για τον χαρακτήρα, είναι ο μεγάλος ισορροπιστής, ο αθόρυβος κυματοθραύστης, ο σκουπιδοτενεκές των ανώριμων και των κακόπιστων, ντετέκτιβ και ψυχολόγος ταυτόχρονα, ένας σκληρός με σύζυγο γεμάτη κατανόηση, άνδρας της οικογένειας και της τιμής του, όσο γίνεται, θρήσκος και βασανισμένος, έτοιμος να υποκύψει σε μια δελεαστική προσφορά για μια καλύτερη θέση έξω από τη βιομηχανία του κινηματογράφου.

 

Έχοντας σπουδάσει σινεμά και φιλοσοφία, οι Τζόελ και Ίθαν Κοέν φροντίζουν να χωρέσουν τη σκέψη μέσα στην τεχνική και αυτόν το συνδυασμό κατεξοχήν εφαρμόζουν χορταστικά σε μια ταινία όπως το Χαίρε Κάισαρα, όπου το θέμα της πίστης εξετάζεται στη νιοστή: το σενάριο-σεμινάριο ανοίγει παράθυρα, πάντα μέσα στο κλειστό σύστημα, σαν την παλιά καλή Metro Goldwyn Mayer που, εκτός από την πανδαισία και το παραμύθι, έκρυβε μυστικές ιστορίες και, κυρίως, ανθρώπους, αδυναμίες και προβλήματα. Ο Μάνιξ και ο Γουίτλοκ είναι οι δύο βιβλιοστάτες αυτού του σινεματζίδικου κουβαριού. Ο πρώτος βλέπει την πίστη του να δοκιμάζεται και δεν είναι μόνο οι αμαρτίες των άλλων που καλείται να τακτοποιήσει και να πάρει στον ώμο του αλλά και το ίδιο του το μέλλον, με τον επαγγελματικό πειρασμό που προκύπτει. Η έννοια του Χόλιγουντ για τον Μάνιξ είναι πολλά παραπάνω από το θέαμα και τον αστραφτερό συνωστισμό: είναι η μεγάλη ιδέα της Αμερικής, η πανίσχυρη προπαγάνδα του καπιταλιστικού ιδεώδους εν μέσω ψυχρού πολέμου, ένας μηχανισμός επιδραστικότερος από τα λόγια αγάπης, τις βουτιές, τους πυροβολισμούς και τα χοροπηδήματα. Το αφήνεις για μια άλλη δουλειά, όσο υποσχόμενη και να είναι; Δύσκολα, γιατί το να διευθύνεις ένα στούντιο δεν είναι απλώς μια ακόμη δουλειά, αλλά ένα οιονεί λειτούργημα. Στην άλλη άκρη, ο Γουίτλοκ είναι το τέλειο εργαλείο, γιατί ο καλός ηθοποιός είναι καλός αγωγός του ψέματος, και ο ντρεσαρισμένος σταρ ακόμη καλύτερος. Ο Γουίτλοκ ψάχνει πάντα το ελάχιστο κίνητρο, μια αφορμή για να πιαστεί και να καταλάβει τα λόγια που του δίνουν να πει. Κι όταν του συμβεί, τα πιστεύει κι ο ίδιος, χάφτει το παραμύθι που σπέρνει στο φιλοθεάμον κοινό κι έτσι επικοινωνεί ξανά με τον έξω κόσμο, νομίζοντας πως είναι ένας από αυτούς, το ενδεχομένως λαϊκό παιδί που ξέχασε έπειτα από τόση καλοπέραση. Στο μεταξύ, ο Κλούνι περιφέρεται με τη στολή του εκατόνταρχου, αστείος ως γελοίος, που θεωρεί τα πάντα σοβαρή υπόθεση, καθώς βρίσκεται εκτός τόπου, αλλά χωρίς ενοχές. Ή μήπως ο τόπος, το ευρύτερο Χόλιγουντ, από τα πλατό μέχρι τον ωκεανό, έχει ούτως ή άλλως, ως επίσημο ένδυμα το κοστούμι του ρόλου – η Μέρι Ζόφρις έχει κάνει, ως συνήθως, φοβερή δουλειά στα ρούχα.

 

Ξεκινώντας από τον Μάνιξ και περνώντας από τύπους και καταστάσεις, οι αδελφοί Κοέν γλεντάνε το Χόλιγουντ που γνωρίζουν πολύ καλά σε μια ενδοσκόπηση σχετικά με το ποιο μπορεί να ήταν το περιεχόμενο του συστήματος παραγωγής των σταρ και των μύθων μέσα από τη μήτρα, κάνοντας την υπόθεση πως το στούντιο είναι ζωντανός οργανισμός γιατί έτσι το έβλεπε ο κόσμος κι έτσι το μεταχειρίζονταν οι εργαζόμενοι σε αυτό. Διασχίζουν τα κινηματογραφικά είδη, χωρίς να επιμείνουν σε κάποιο από αυτά, για να καταλήξουν (βαριά κουβέντα για φιλμ των Κοέν) σε κάτι ακόμη πιο εσωστρεφές: την κρυφή πολιτική πίσω από το κατευθυνόμενο σύστημα των στούντιο και την πίστη σε ένα σενάριο, σε ένα ιδανικό, στην πατρίδα ή, αν μιλάμε για το φιλοθεάμον προλεταριάτο που πλήρωνε το εισιτήριο για να στηρίξει ενθουσιωδώς τη βιομηχανία της φαντασίας, την πίστη σε ένα είδωλο, που ανάθεμα κι αν ήξερε σε ποιον και τι να πρωτοπιστέψει. Ως δημιουργοί που σέβονται το παρελθόν τους, οι Κοέν επιφυλάσσουν τις ιλαρότερες σεκάνς τους για τα πιο σοβαροφανή σημεία, τη διάσκεψη των θρησκευτικών παραγόντων υπό τον Μάνιξ για να δώσουν την ευχή ή να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους για το Χαίρε Καίσαρ και το ινστρουχτορικό καλόπιασμα των αγχωμένων κομμουνιστών στον ανίδεο Γουίτλοκ με φόντο τα κύματα που παφλάζουν στην ονειρική επιτομή της άπιαστης πολυτέλειας. Το αριστερό σεμινάριο έχει κατάληξη που, σαν gag, προσιδιάζει στο βωβό σινεμά που προηγήθηκε της εποχής. Η σύναξη του παπά, του ιερέα, του πάστορα και του ραβίνου, όλοι κολακευμένοι που κάνουν τους δύσκολους, εκτυλίσσεται με πολλή, κυκλική, σπαρταριστή, εντελώς κοενική κουβέντα και μια ωραιότατη μείξη του ανάλγητου δόγματος με την ελαστική ηθική μπροστά στο εκτόπισμα ενός... ηθοποιού. Ακόμη κι ένας εκπρόσωπος του Θεού επί της Γης επιθυμεί διακαώς να διαφημιστεί από τον δημοφιλέστερο σε μια κινηματογραφική εταιρεία που έχει καπαρώσει την αθανασία, όπως η MGM, που καυχιόταν στις δόξες της πως συμπεριλάμβανε στο δυναμικό της περισσότερα αστέρια και από τον ουρανό.