Ο Τορνατόρε κάνει δύο ταινίες στην τιμή της μιας: ένα θρίλερ με χιτσκοκικές φιλοδοξίες και ένα μελόδραμα χωρίς τις περιστροφές, στο πρώτο και δεύτερο μισό αντίστοιχα – την Άγνωστη. Διαφωνώ κάθετα με το χειρισμό του πρώτου. Ο Χίτσκοκ ποτέ δεν μπούκωνε τις ταινίες του με απανωτές πληροφορίες, άφηνε άφθονο χρόνο για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και να μας ξεναγήσει στο μυστήριο των πολύπλοκων και ατελών χαρακτήρων του (μεμπτοί και αδύναμοι όλοι τους, αλλά συμπαθείς, ευπαθείς και γοητευτικοί) και όποτε του δινόταν η ευκαιρία πρόσφερε ένα ιδιαίτερο μαύρο χιούμορ. Η σύγκριση δεν μπορεί να μη γίνει, μιας και στην Άγνωστη οι κακοί και τα προβλήματα που σπέρνουν γίνονται γνωστά από την αρχή και η μουσική του Μορικόνε είναι ένας περισπούδαστος φόρος τιμής στον Μπέρναρντ Χέρμαν του Vertigo. Σε σχέση με το μελό, ο Τορνατόρε βρίσκεται στο στοιχείο του και χειρίζεται την ιστορία της πολύπαθης Μολδαβής που δούλεψε ως πόρνη και κακοποιήθηκε στα χέρια ενός διεστραμμένου προαγωγού (αγνώριστος ο Πλάτσιντο), με το κοριτσάκι της που νομίζει πως κακώς υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι, με τρομερή δεξιοτεχνία και πλήρη συνείδηση της γραμμής που τον χωρίζει από την ολοσχερή χειραγώγηση του θεατή. Κάνοντας εκτεταμένη αλλά ισορροπημένη χρήση του φλασμπάκ για την ανέλιξη της ιστορίας της Ιρένα, ανακατεύει θρίλερ, μυστήριο και αστυνομικό με δράμα σε αγχωτικό βαθμό. Το παρακάνει στις στιγμιαίες ανατροπές και τις επιδειξιμανείς αποκαλύψεις, εις βάρος της δύναμης των χαρακτήρων και της πλοκής. Όλες οι αδυναμίες και οι αρετές του Τορνατόρε δηλώνουν βροντερό παρών σε μια ασθμαίνουσα εμπέδωση των κινηματογραφικών ειδών από έναν τρομερό μαθητή που ξέχασε να δηλώσει την άποψή του επί του θέματος – και να πεις πως δεν έχει; Χρόνια πριν, ο Ολλανδός Μάικ Βαν Ντιμ είχε αριστεύσει σε ένα πολύ πιο συμπαγές παρόμοιο φιλμ (εξόν το πολύ μελό), που λεγόταν Karakter.