Ο Λόρενς της Αραβίας θεωρήθηκε πρωτοποριακή ταινία για δυο κυρίως λόγους: αντί για την κλασική αφήγηση, ο Ντέιβιντ Λιν χρησιμοποίησε visual storytelling για να συνδυάσει την ιστορική περιπέτεια με το προσωπικό δράμα. Και, δεύτερον, ο πρωταγωνιστής (και μάλιστα σε μια τόσο μεγάλων διαστάσεων ταινία) δεν ήταν ήρωας, αλλά ένας αντιφατικός, μυστηριώδης και όχι απαραίτητα συμπαθής άνθρωπος. Συγκρίνεται ο Λόρενς με τον Ρουμπέν και τις Ακακίες, το μικρό φιλμ-κομψοτέχνημα που απέσπασε δίκαια τη Χρυσή Κάμερα στο περσινό Φεστιβάλ Καννών; Φαινομενικά όχι, αλλά σε αντιστοιχία και με σαφή τη διαφορά κλίμακος και προθέσεων, το επίτευγμα του Πάμπλο Τζιορτζέλι είναι ότι με όπλο την οπτική αφήγηση, κυρίως μέσα σε ένα φορτηγό, ανέπτυξε τη σχέση του λακωνικού οδηγού με την ταλαίπωρη μάνα από την Παραγουάη και τη μικρή της κόρη, με τον τρόπο που βλέπεις ένα δέντρο (σε αυτή την περίπτωση τις ακακίες που ξεριζώνονται στην αρχή του έργου) να μεγαλώνει αργά και σταθερά ή, καλύτερα, όπως βλέπουμε στο καταπληκτικό και τόσο συγκινητικό φινάλε, ένα λουλούδι να ανθίζει, σαν θαύμα, αλλά τόσο φυσικά. Λόγω της έλλειψης δράσης (όχι όμως και αδράνειας) και του σκηνικού, που δεν είναι παρά ένα όχημα στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, έρχεται στον νου η Γεύση του Κερασιού του Κιαροστάμι, αλλά οι ομοιότητες γρήγορα απομακρύνονται, καθώς η πλήρως οργανική και ουδόλως συμβολική σκηνοθεσία του Αργεντίνου Τζιορτζέλι συνθέτει ένα πολύ πιο ανθρώπινο και άμεσο σινεμά. Σύμφωνοι, θέλει υπομονή το φιλμ. Όπως, άλλωστε, όλες οι σχέσεις που βασίζονται στις λεπτομέρειες και στη διακριτικότητα. Εδώ φλερτάρει η μοναξιά με την επιφύλαξη στα πρόσωπα δύο ανθρώπων που δεν προσεγγίζονται από κάποιο εξωπραγματικό, κινηματογραφικό καπρίτσιο της μοίρας, αλλά από τον δρόμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά.