Η απάντηση εντοπίζεται στην αντίσταση που, έστω και καθυστερημένα, προβάλλει ένας νέος μεγαλωμένος στο προστατευμένο περιβάλλον του πατέρα-αφέντη, ενός οικογενειάρχη-δυνάστη που διαιωνίζει τη μικροαστική κάστα μια φαλλοκρατικής κοινωνίας, ξεπερασμένης αλλά τόσο καλά ριζωμένης, που παραμένει ισχυρή. Το ενδιαφέρον δεν είναι στο θέμα, που το έχουμε πάνω κάτω συναντήσει δεκάδες φορές σε μυθοπλασίες από όλο τον κόσμο (η απεξάρτηση από τον παραδοσιακό κλοιό είναι, άλλωστε, ένα θέμα που αγγίζει όλους τους πολιτισμούς), αλλά στην απόδοσή του με ντεκόρ μια πόλη που συμβολίζει την παραδοξότητα της σφοδρής επιθυμίας μιας εσωστρεφούς μουσουλμανικής, πολυπληθούς κοινότητας για μετάβαση σε έναν ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, στις ελεύθερες σχέσεις και στον ορίζοντα των δυνατοτήτων.

Ο πατέρας Κεμάλ, όνομα και πράγμα, πιστεύει στον άνδρα-στρατιώτη και στη σιγουριά της «γειτονιάς» που γνωρίζει, σε μια συντήρηση που δεν πρέπει να διαρραγεί από εξωτερικά στοιχεία. Ο γιος διαισθάνεται πως για να ξεφύγει από την επαρχιώτικη νάρκωσή του οφείλει να ακολουθήσει τον πραγματικό μοντερνισμό - όχι το κινητό και τα πάρτι, αλλά τον δρόμο της καρδιάς. Και η αλλαγή έρχεται μπροστά του, όχι στο πρόσωπο μιας εκσυγχρονισμένης γκόμενας αλλά στην ειλικρινή παρουσία του ιστορικού εχθρού, της Κούρδης. Ακούγεται μελό, αλλά η ταινία είναι απλή και απέριττη, δείχνοντας (σκηνογραφικά, ενδυματολογικά και σκηνοθετικά) με σταθερή ματιά τι ακριβώς σημαίνει να βρίσκεσαι με τα δυο πόδια στον Βόσπορο και να κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να πέσεις στη θάλασσα.