Μια εβδομάδα μετά τη Χώρα Προέλευσης βγαίνει στις αίθουσες ο Μαχαιροβγάλτης: δεν θα μπορούσε να υπάρχει, σε τόσο κοντινή χρονική απόσταση, μια τόσο διαφορετική καλλιτεχνική ματιά στη σύγχυση της νέας ελληνικής κοινωνίας. Ενώ ο Σύλλας Τζουμέρκας ρίχνει τα εμβρόντητα πρόσωπα μιας οικογένειας στην αρένα του πολιτικού χάους, κυριολεκτικά στους πέντε δρόμους, χωρίς να χαράζει γραμμές στα μονοπάτια τους, ο Γιάννης Οικονομίδης συγκεντρώνεται με χειρουργική ακρίβεια σε ένα ασπρόμαυρο βιομηχανικό τοπίο, το στεγνό σκηνικό μιας παθογένειας που έχει επίσης προκληθεί από τα απανωτά χτυπήματα της κάθε λογής εξουσίας. Ένας δυστυχισμένος ιδιοκτήτης στην επαρχία, η καταπιεσμένη γυναίκα του, ο ενήλικος ανιψιός του που φιλοξενείται στο υπόγειο και φυλάει τα σκυλιά.

Αυτά είναι τα πρόσωπα μιας θλιβερής μουσικής δωματίου που ο Οικονομίδης σκηνοθετεί με θεατρική προσήλωση. Αποφεύγει τις κορώνες αλλά και τις εντάσεις των δυο προηγούμενων ταινιών του. Αν εκείνες χτύπαγαν κόκκινο, αυτή εδώ κολλάει στο μαύρο. Ο Μαχαιροβγάλτης περισσότερο υποβάλλει την εξαθλίωση αντί να την τονίζει, δείγμα ωριμότητας και σαφήνειας. Η ταινία δεν διαθέτει ένα κρεσέντο για να ολοκληρώσει τη σεναριακή της αψίδα, ωστόσο είναι στιβαρή και σταθερή, κάνει το point της χωρίς παρεκτροπές και υπογραμμίζει την ανθρώπινη πενία και την πνευματική ξηρασία, όχι απλώς ως ελληνική επισήμανση αλλά ως οικουμενικό φαινόμενο.