Η Μαρία και ο Ίνγκβαρ ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία στην Ισλανδία. Έχοντας χάσει το παιδί τους, αποφασίζουν να το αντικαταστήσουν με το νεογέννητο μιας προβατίνας τους. Αυτό είναι το premise του Lamb, που καταφθάνει στις ελληνικές αίθουσες με διαστημικό hype, την περγαμηνή της επίσημης πρότασης της Ισλανδίας για το φετινό Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας και τη σφραγίδα της αμερικανικής εταιρείας Α24, που για αρκετούς σινεφίλ συνιστά εχέγγυο ποιότητας.

 

Yπάρχει μια σεναριακή και, κυρίως, οπτική σύμβαση στην ταινία του Βάλντιμαρ Γιοχάνσον την οποία είτε αποδέχεσαι και προχωράς, είτε δεν λειτουργεί καθόλου για σένα, οπότε η ταινία περνά στα όρια της ακούσιας κωμωδίας. Αυτό, όμως, είναι ζήτημα προσωπικού γούστου, προτιμήσεων και ιδιοτροπιών. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι, επί της ουσίας, αποτελεί ένα ανέκδοτο δέκα λεπτών απλωμένο σε μια ταινία εκατόν έξι λεπτών. Το μεσοδιάστημα καλύπτεται με νεκρούς χρόνους και σημειακή δραματουργία, αν όχι ανύπαρκτη. Και, για να μην παρεξηγηθώ, ουδέν πρόβλημα έχω με τη μυστικοπάθεια, με τις ταινίες που σε γαργαλούν για να δεις τι θα γίνει μετά και στηρίζονται στα μυστικά τους, αρκεί να μεριμνούν να έχει ενδιαφέρον και το παρόν τους. Μέχρι την πρώτη αποκάλυψη –εκεί προκύπτει και η σύμβαση που λέγαμε– μεσολαβούν περίπου είκοσι λεπτά από την καθημερινότητα του ζεύγους, όπου εκτελούν διάφορες εργασίες. Είκοσι λεπτά μηδαμινής χαρακτηρολογικής ουσίας – έτσι κι αλλιώς οι χαρακτήρες είναι σχήματα για να εξυπηρετηθεί μια πολύ απλή, αισώπεια παραβολή. Ούτε καν το διαδικαστικό σκέλος αυτών των εργασιών δεν απασχολεί τον Ισλανδό σκηνοθέτη.

 

Έρχεται λοιπόν η αποκάλυψη και μαζί της έρχεται ακόμη ένας χαρακτήρας, για να φέρει μια δραματική σύγκρουση, η οποία επιλύεται μέσα σε δύο λεπτά με τον τρόπο που μόνο το συντακτικό του weird σινεμά ξέρει. Από εκεί και πέρα ροκανίζουμε τον χρόνο μέχρι το σοκαριστικό punchline. Αν εξυπηρετεί κάτι το φιλμ μέχρι εκείνο το σημείο, είναι να βεβαιώσει την πεποίθηση του υπογράφοντος ότι μπορείς να πάρεις οποιαδήποτε ταινία, να προσθέσεις ασύγχρονες μελωδίες και βόμβο σε μερικές σκηνές και να την πλασάρεις ως ταινία τρόμου της A24. Της πιστώνεις μια υφολογική ενότητα, της πιστώνεις και τα κότσια να σου πουλήσει straight-faced ένα concept από εκείνα που προκαλούν γουρλωμένα μάτια και υψωμένα φρύδια. Κάποιοι σίγουρα θα εκτιμήσουν αυτήν τη σχεδόν θρησκευτική προσήλωση της ταινίας στην παραδοξότητά της. Προσωπικά βέλαξα.