Το μοναδικό ελαφρυντικό μιας κακής ταινίας όπως το «Copshop» είναι το συνεκτικό σετάρισμα ενός γουέστερν μέσα στους τέσσερις (άντε, και λίγους παραπάνω) τοίχους ενός αστυνομικού τμήματος, εφοδιασμένου με μπόλικα πολεμοφόδια και κρατητήρια, στη μέση του αμερικανικού πουθενά, στην ερημιά της Νεβάδα.

Η μονομαχία, παρατεταμένη και εξωφρενική, αφορά έναν πληροφοριοδότη και κατά συρροή απατεώνα (Φρανκ Γκρίλο) που φροντίζει να συλληφθεί, και τον διώκτη του, έναν διαβόητο, δεινότατο εκτελεστή (Τζέραρντ Μπάτλερ) που δεν το έχει σε τίποτε να οδηγηθεί σε ένα διπλανό κελί για να λοκάρει τον στόχο του. Ανάμεσά τους ένα σωρό ανυποψίαστοι, πρακτικά άχρηστοι αστυνομικοί, που νομίζουν πως βρίσκονται σε ρεπό, ενώ έχουν εμφανώς δυο επικίνδυνους κακοποιούς στον κόρφο τους και μια αποφασιστική, πλην απελπιστικά μόνη στην ακεραιότητα και τον ηρωισμό της συνάδελφο (Αλέξις Λάουντερ), σε απλουστευτική έμφυλη μετατόπιση ρόλου.

Ο Τζο Κάρναχαν επιδίδεται σε μια ανθολογία του φαντεζί ύφους και της σκληρής θεματικής του (είναι καλύτερος στα συγκρατημένα έργα του), πλαγιοκοπεί τον Ταραντίνο, αγγίζει τους πυροτεχνικούς βρυχηθμούς του «Con Air» (αν είναι δυνατόν!) και υφαρπάζει την πονηρή ανατροπή των «Συνήθων Υπόπτων», αλλά ξεχνά οποιαδήποτε τρισδιάστατη έννοια χαρακτήρων, παρά το ασυνήθιστο για το υποκριτικό ραχάτι του Μπάτλερ κέφι των πρωταγωνιστών. Το «Copshot» είναι η φασαριόζικη απόδειξη πως δεν είναι όλα τα «τύπου ’70s αστυνομικά» καλά ούτε η οργανική χρήση του «Freddy’s Dead» από τον γίγα Κέρτις Μέιφιλντ καθαγιάζει την έλλειψη πρωτοτυπίας. Too cool to be hot.