Μια λεζάντα στην αρχή υποστηρίζει ότι η ταινία, αν και βασισμένη στο βιβλίο «L’Infiltre», αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ότι τα γεγονότα, οι δηλώσεις και τα πρόσωπα σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα. Πρόκειται για σαρκασμό, καθώς ο Ντε Περετί ουσιαστικά δραματοποιεί τα γεγονότα ενός σκανδάλου που συγκλόνισε τη γαλλική κοινωνία, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο αρχηγός του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών δρούσε ως αρχηγός ενός καρτέλ ναρκωτικών, χάρη στις πληροφορίες υφισταμένου του που ενεργούσε ως μυστικός πράκτορας του Σώματος – τα είχε πει και ο Δημήτρης Τζέλας στο μνημειώδες «Οι Μπάτσοι πουλάνε την Ηρωίνη». 

 

Το πρόβλημα είναι ότι το ενδιαφέρον μάλλον εξαντλείται εντός γαλλικών συνόρων, ενώ από ένα σημείο κι έπειτα ο Ντε Περετί το παρακάνει τόσο πολύ με τον ρεαλισμό, ώστε νιώθεις ότι παρακολουθείς αναπαράσταση – γι’ αυτό γράψαμε παραπάνω ότι «δραματοποιεί τα γεγονότα». Χαρακτηριστική η σχεδόν δεκάλεπτη (!) σκηνή της κατάθεσης του αρχηγoύ του Τμήματος Δίωξης στο δικαστήριο, τουλάχιστον δίνει τη δυνατότητα στον Βενσάν Λιντόν να σολάρει στον ρόλο του «αρχιερέα της διαπλοκής». Με την εξαίρεση ενός τρομακτικά miscast Πίο Μαρμάι στο ρόλο του ευσυνείδητου, επίμονου δημοσιογράφου της Libération, το καστ αποτελεί τον βασικό πόλο έλξης της ταινίας, με κορυφαίο του χορού τον Ροσντί Ζεμ, αυτό τον ιδιαίτερο Γαλλο-μαροκινό πρωταγωνιστή, προς τιμήν του οποίου οι εγχώριοι διανομείς έχουν στήσει άτυπη ρετροσπεκτίβα – έχουμε δει τέσσερις ταινίες του μέσα σε διάστημα πέντε εβδομάδων.