Η «Ζαριά» ξεκινά με έναν μεσήλικα άντρα, εμφανώς ευρισκόμενο σε οριακό σημείο και διερωτώμενο πώς έφτασε εκεί. Με μια τέτοια εισαγωγή, μπαίνουν οι βάσεις για μια ταινία μυστηρίου, όπου δεν μας νοιάζει τόσο ποια θα είναι η κατάληξη του χαρακτήρα, τη γνωρίζουμε ήδη, αλλά να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτή και το πώς έφτασε εκεί. Ταυτόχρονα, το εύρημα αυτό εισάγει και το στοιχείο του φαταλισμού, καθώς η μοίρα του χαρακτήρα, βάσει αυτής της εισαγωγής και υπό την προϋπόθεση ότι ο δημιουργός δεν προσπαθεί να μας διασκεδάσει διά της εξαπάτησης, είναι προδιαγεγραμμένη. Μήπως, όμως, αυτό βάζει με το «καλημέρα» τρικλοποδιά σε μια ίντριγκα που θέλει να στηρίξει την (όποια) γοητεία της στην αναποδιά, στην τυχαιότητα, στην απουσία ενός απώτερου σχεδίου;
Ίσως αυτή να είναι η βασικότερη από τις αντικρουόμενες δημιουργικές αποφάσεις του Ιβάν Ατάλ, που άλλοτε προσφεύγει σε στυλιζάρισμα αμερικανικού φιλμικού γρίφου, άλλοτε σε θριλερικές ατραπούς αλά Χάισμιθ, μα δίχως τον ψυχολογισμό που τις συνοδεύει, κάποτε σε βραδύκαυστη, σαμπρολική ατμόσφαιρα και ενίοτε σε υψηλές οκτάβες ερωτικού δράματος – δηλαδή σε φωνασκίες. Μπορεί η ζαριά που έριξε ο Ατάλ στο στάδιο της προ-παραγωγής να έφερε στον δρόμο του τους κατάλληλους συνεργάτες ώστε η όψη της ταινίας να δείχνει ελκυστική και οι διαλογικές αντεγκλήσεις να ακούγονται πιστευτές, μα, όπως μας έμαθε η «Αληθινή Ζωή» του Πάνου Κούτρα, «μια ζαριά δεν αρκεί για να καταλύσει το μοιραίο». Και, μοιραία, δίχως στιβαρό όραμα επί του περιεχομένου και της διαχείρισής του, δίχως εξαρχής ορισμένη στοχοθεσία, μια ταινία θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα – για να κρατήσουμε τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις εντός του τομέα των τυχερών παιχνιδιών.
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0