Υπάρχουν ταινίες που θέλουν να αφηγηθούν μια ιστορία, υπάρχουν ταινίες δοκιμιακού χαρακτήρα και υπάρχουν κι εκείνες που επιχειρούν να μεταδώσουν μια αίσθηση. Το κύκνειο άσμα του Ζαν-Πιερ Μελβίλ εντάσσεται στην τρίτη κατηγορία και η αίσθηση που θέλει να συλλάβει κινηματογραφικά είναι εκείνη της αποξένωσης και της επιγενόμενης μοναξιάς.

 

Το πετυχαίνει ήδη από την εισαγωγική σκηνή που εκτυλίσσεται σε ένα παραθαλάσσιο αστικό τοπίο, ερημωμένο από ανθρώπους, γυμνό, με δρόμους και μπαλκόνια άδεια και τον άνεμο να λυσσομανά. Το χρώμα της ταινίας είναι ένα παγερό γαλάζιο, σαν το βλέμμα του πρωταγωνιστή Αλέν Ντελόν. Οι ήρωές της ανταλλάσσουν βλέμματα διαρκώς ‒ο φακός ζουμάρει σ' αυτά‒, μα το μόνο που παίρνουν ως απάντηση είναι η ανάκλαση του βλέμματός τους σ' εκείνο του άλλου.

 

Ουσιαστικά, είναι μόνοι σ' αυτόν τον κόσμο και το μόνο που έχουν είναι οι επιλογές τους και οι συνέπειες αυτών. Ο μπάτσος του Ντελόν και ο ληστής του Ρίτσαρντ Κρένα θα μπορούσαν να είναι φίλοι, αν είχαν επιλέξει να κάνουν κάτι διαφορετικό, αλλά είναι αυτή τους η επιλογή που, αργά ή γρήγορα, θα τους φέρει αντιμέτωπους, κάτι που στον θεατή φαντάζει προδιαγεγραμμένο. Ίσως να φαντάζει τέτοιο και σ' εκείνους, κι ας το απεύχονται.

 

Η λιτότητα και η οικονομία είναι αρετές σταθερές στο σινεμά του Μελβίλ και εδώ η τεχνική του αγγίζει τα όρια της αφαίρεσης ‒ αυτό μπορεί να ξενίσει τον θεατή που θα ήθελε παραπάνω εξηγήσεις. Η σκηνή της ληστείας του τρένου με τον εξονυχιστικό σχεδιασμό, τη λεπτομερή κατάδειξη της διαδικασίας και τη σύμπτωση φιλμικού και πραγματικού χρόνου θα τέρψει (και) αυτόν τον θεατή, οι πραγματικές συγκινήσεις της ταινίας όμως κρύβονται κατά κύριο λόγο στην επιτυχή μετάδοση της προαναφερθείσας αίσθησης. Όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους νιώθεις ακόμα πιο μόνος.