Με τη δράση τοποθετημένη στη Σοβιετική Ένωση του 1938, αλλά την όψη της ταινίας να αφήνει την αίσθηση μιας αχρονικότητας, από τα πρώτα λεπτά του «Συντρόφου Βολκονόγκοφ» αντιλαμβάνεσαι ότι θα παρακολουθήσεις μια ιδιαίτερη ταινία. Βρισκόμαστε σε εποχή κομματικών εκκαθαρίσεων και από θύτης και εκτελεστής ο λοχαγός Βολκονόγκοφ βρίσκεται κυνηγημένος. Κατά τη θητεία του υπήρξε παρών σε ουκ ολίγες ανακρίσεις ανθρώπων που εκτελέστηκαν με προσχηματικές κατηγορίες, στιγμιότυπα από τις οποίες παρακολουθούμε σε φλασμπάκ.

 

Όταν ένας νεκρός σύντροφος αναδύεται κυριολεκτικά από τον Κάτω Κόσμο για να τον ενημερώσει ότι υπάρχει μια θέση κρατημένη (και) γι’ αυτόν στην Κόλαση, αν δεν καταφέρει να πείσει έστω και έναν συγγενή θύματος να τον συγχωρέσει, ο Βολκονόγκοφ ξεκινά ένα απεγνωσμένο ταξίδι για τη σωτηρία της ψυχής του.

 

Αν στον «Γιο του Σαούλ» είχαμε μια ηθική σταυροφορία που υπερέβαινε το άτομο, καθώς αιτούμενο ήταν η σωτηρία της ανθρώπινης υπόστασης, εδώ έχουμε μια σταυροφορία προσωπική με χαρακτήρα όψιμου φιλοτομαρισμού, η οποία σταδιακά, και μέσα από τον συγχρωτισμό του ήρωα με τους οικείους όσων έβλαψε, οδηγεί στον εξανθρωπισμό του και καταλήγει σε έναν σκοπό ανάλογο του υπαρξιστικού αριστουργήματος του Λάσλο Νέμες.

 

Άδικες οι συγκρίσεις, φυσικά, για το πότε καυστικό και πότε αδυσώπητα σκληρό φιλμ των Μερκούλοβα και Τσούποφ, ένα πάντα ενδιαφέρον, ιδιότυπο κράμα θρίλερ, μαύρης κωμωδίας και μεταφυσικής ποίησης. Διαισθάνεσαι, βέβαια, πως αν το δημιουργικό δίδυμο εστίαζε κατασκευαστικά και τονικά σε κάποια εκ των τριών κατευθύνσεων, θα άγγιζε δημιουργικά ύψη υπέρτερα ενός φιλμικού αξιοπερίεργου, που είναι και το ταβάνι της «Απόδρασης του συντρόφου Βολκονόγκοφ.