Ένας serial killer με αξεπέραστο πατρικό τραύμα στοχοποιεί γυναίκες ως φονικό σεξουαλικό υποκατάστατο: το Peeping Tom θα μπορούσε να είναι απότοκο ή και ύποπτα συγγενές με το Ψυχώ, που προβλήθηκε επίσης το 1960, με μία διαφορά. Η ταινία του Μάικλ Πάουελ, φίλου και παλιού συνεργάτη του Άλφρεντ Χίτσκοκ, επηρεασμένου από το ύφος και την τεχνική του, όπως είχε εξομολογηθεί, όχι μόνο βασίζεται σε πρωτότυπο σενάριο αλλά προηγήθηκε στην έξοδο στις αίθουσες κατά δύο μήνες! Μάλιστα, ήταν τέτοια η αρνητική υποδοχή της από την κριτική, τους προσκεκλημένους στην επίσημη πρεμιέρα (κανείς δεν πλησιάσει να χαιρετήσει τον σκηνοθέτη και τους πρωταγωνιστές) και το κοινό, το οποίο γύρισε την πλάτη του σε έναν από τους αγαπημένους του δημιουργούς, ώστε ο πονηρός Χιτς προσπέρασε τη δημοσιογραφική προβολή και έσπευσε στις καλά οργανωμένες avant premieres και στη διανομή με ενορχηστρωμένη προώθηση από τον ίδιο και την Άλμα του.

 

Ο Πάουελ δεν ήξερε από τακτικές και δημόσιες σχέσεις και συγκρούστηκε μετωπικά με το κοινό και την κοινότητα ή, μάλλον, με τις προσδοκίες που είχαν από εκείνον αμέσως μετά τη διάλυση της συνεργασίας του με τον Έμερικ Πρεσμπέργκερ (Η Νυχτερινή Ενέδρα δεν τον ικανοποίησε καθόλου) και ένα ήπιο, άνευ σημασίας πρώτο μεταπολεμικό βήμα στη σόλο σκηνοθεσία με τους Εραστές του Τερουέλ, απ’ όπου, τουλάχιστον εμείς, κρατάμε το ομώνυμο κομμάτι του Μίκη Θεοδωράκη, που ως και οι Beatles τραγούδησαν. Με όπλο την κινηματογραφική του κάμερα (αυτό που ο Σκορσέζε σημείωσε ως τον βιασμό του φακού) κι ένα μαχαίρι, σημάδι μιας πιο αρρωστημένης προσέγγισης στο έγκλημα, ο Μαρκ Λιούις (Καρλ Μπεμ, σε έναν ρόλο που προοριζόταν για τον Ντερκ Μπόγκαρντ ή τον Λόρενς Χάρβεϊ) ψαρεύει μια πόρνη, τη δολοφονεί, εμφανίζει το φιλμάκι της πράξης του και το παρακολουθεί στον σκοτεινό του θάλαμο, ενώ την επόμενη μέρα ποζάρει ως ρεπόρτερ στο δωμάτιό της κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης του πτώματος από την αστυνομία!

 

Προλαβαίνοντας τον Νόρμαν Μπέιτς του φερώνυμου, διαβόητου μοτέλ και προοικονομώντας την κουλτούρα των επικίνδυνων μοναχικών incels αλλά και τη μεταστροφή στο μοντέρνο slasher, o Ηδονοβλεψίας έγινε μια θεαματική αλληγορία για το σινεμά, τοποθετώντας τον θεατή στη θέση του οδηγού και συνωμότη της σκοτεινής αίθουσας, ενώ ο Πάουελ, ήδη ένας σεβάσμιος δημιουργός πεισματικά ιδιαζόντων μελοδραμάτων, μετατράπηκε σε οραματιστή καλλιτέχνη.

 

Το επιθετικό άδειασμα που του επιφύλαξε ο συντηρητικός Τύπος της εποχής αποκαταστάθηκε λίγα χρόνια αργότερα από πρωτοποριακούς κριτικούς νέας κοπής, όπως οι Γάλλοι του «Positif» και του «Midi Minuit Fantastique» και οι Άγγλοι του «Motion», αλλά το κακό είχε γίνει. Η καριέρα του Χίτσκοκ γνώρισε ώθηση με το Ψυχώ, την ίδια στιγμή που το βρετανικό Ψυχώ έθαψε τον Πάουελ και τον εξόρισε από τη βιομηχανία, αν και εκ των υστέρων επηρέασε αμετάκλητα το μυαλό και την τεχνική του Σκορσέζε και του Κόπολα, κι ακόμα περισσότερο άνοιξε τον δρόμο για το Κουρδιστό Πορτοκάλι και τους θεματικούς άξονες του Μπράιαν ντε Πάλμα. Είναι ταυτόχρονα ένα φοβιστικό θρίλερ, παιγμένο με υπερβολή, ένα γενναίο σχόλιο για την παρεμβατική δύναμη του σινεμά ως μέσου και μια δυσοίωνη προφητεία για τη μασκαρισμένη κάτω από ένα γυάλινο, όμορφο πρόσωπο, επικίνδυνη διαστροφή που γεννά το ανεπούλωτο ψυχολογικό τραύμα και η απωθημένη επιθυμία.