«Κι αν δεν πας πανεπιστήμιο; Πώς είσαι σίγουρος ότι θα πας;» ρωτά ο Γιούρεκ τον Γκρεγκόρζ μετά από μια βραδιά ανεμελιάς σε μια εμφανέστατη περίπτωση προοικονομίας.

 

Βρισκόμαστε στο 1983, ο στρατιωτικός νόμος στην Πολωνία μόλις έχει αρθεί, αλλά, όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η πεποίθηση της νομιμότητας μιας κατάστασης ή μιας συμπεριφοράς αργεί να καταργηθεί στη συνείδηση όσων αφορά, ειδικά όταν έχει τηρηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα. Έτσι, όταν αστυνομικοί ζητούν επίδειξη ταυτότητας και ο ένας τους αντιδρά, τα παιδιά προπηλακίζονται και οδηγούνται βίαια στο τμήμα, με τον Γκρεγκόρζ να ξυλοφορτώνεται άγρια και τελικά να υποκύπτει στα τραύματά του. 

 

Κάπως έτσι ξεκινά ένας αγώνας για τη δικαίωση του νεκρού από τον φίλο του, τη μητέρα του και μερικούς συμπαθούντες ενάντια σε έναν πανίσχυρο κρατικό μηχανισμό που επιχειρεί να συγκαλύψει την υπόθεση.

 

Το φιλμ του Πολωνού Γιαν Ματουζίνσκι παρακολουθείται μέχρι ενός σημείου με κομμένη την ανάσα, με τον κλοιό να σφίγγει γύρω από τους ήρωες που αναζητούν μάταια το δίκιο τους και το μουσικό score του Ιμπραήμ Μαλούφ να υπογραμμίζει τη δράση σαν να επρόκειτο για ταινία τρόμου ‒ υπό μια έννοια, για τέτοια πρόκειται. Εκείνο που διαφοροποιεί την ταινία από αντίστοιχες είναι ότι στέκεται πολύ στο σκέλος της διαδικασίας της συγκάλυψης, την οποία αναδεικνύει λεπτομερώς.

 

Αν ήταν λίγο πιο σφιχτοδεμένο και δεν επαναλαμβανόταν στο δεύτερο μέρος του, ειδικά στις σκηνές όπου επιστρατεύεται η οικογένεια του μάρτυρα, ώστε ο τελευταίος να μεταπειστεί και να αλλάξει την κατάθεσή του, θα αποτελούσε μία από τις εκλεκτές σύγχρονες περιπτώσεις του είδους. Και έτσι, όμως, είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ, με μια σκηνή δικαστηρίου που θα έκανε περήφανο τον Σίντνεϊ Λιούμετ – η σωστή προφορά είναι Λουμέτ, αλλά στη χώρα μας τον λέγαμε για δεκαετίες Λιούμετ.