Η Στρέλλα (Στέλλα με τρέλα) συνεχίζει την Ελληνίδα από εκεί που την παρέδωσαν η Στέλλα του Κακογιάννη και η Ευδοκία του Δαμιανού. Είναι ευτύχημα που την τοπική της σημασία κατανόησαν και εξήραν αλλοδαποί που την είδαν - απ' ό,τι μαθαίνω, οι Γάλλοι κριτικοί χαίρονται την ταινία και την εκθειάζουν. Κάτι που σημαίνει πως οι μύθοι αντέχουν στο ταξίδι όταν βάζουν στη βαλίτσα τους τα κατάλληλα, ή καθόλου, ρούχα. Η ενδυμασία της Στρέλλας είναι υποτυπώδης, βασική, ταπεινή. Είναι πόρνη, αδάμαστο πνεύμα, άβολη και καυγατζού, μια παρορμητική και μπελαλίδικη γκόμενα, αγράμματη αλλά καθόλου αστοιχείωτη, εξοπλισμένη με ένστικτα του δρόμου και εξυπνάδα του πεζοδρομίου, μια survivor που παλεύει ανάμεσα σε έναν παλιό πόνο και στην πεζή αγωνία του μεροκάματου.

 

Εκτός από την εκσυγχρονισμένη εκδοχή της χειραφετημένης Ελληνίδας που πρώτος εισήγαγε ο Κακογιάννης με τη Στέλλα του 55 χρόνια πριν, ανιχνεύεται εύκολα ένας καθαρόαιμος μοντερνισμός στη Στρέλλα του Κούτρα. Δεν το εννοώ από την αισθητική πλευρά του σπουδαίου κινήματος, αλλά από τον πυρήνα του. Η Στρέλλα αμφισβητεί τα αξιώματα, τις αρχές, τη θρησκεία, την κοινωνία, τους ευσπλαχνικούς σπόρους ενός φλύαρου διαφωτισμού. Ψηλαφίζει υπαρξιακά, φιλοσοφεί την εκδίκηση για να προσδιορίσει ξανά το περιβάλλον της, να βελτιωθεί, να δημιουργήσει. Ανάθεμα κι αν ξέρει τον τρόπο, αλλά τον ψάχνει φτύνοντας αίμα. Και φτάνοντας στο προκείμενο, το έργο αυτό καθαυτό, η Στρέλλα, υπόκειται σε μια συνεχή μεταμόρφωση, όπως υπαγορεύει η μπερδεμένη και τσαντισμένη φύση της. Με τον Γιώργο συνδέουν τα κομμάτια τους με τρόπο ζωτικό και επείγοντα.

 

Η Στρέλλα είναι μια υπέροχη ταινία, ατελής στην πλοκή και γεμάτη στενόχωρες εκπλήξεις και ζαλιστικές αλλαγές υφολογικών ταχυτήτων, χειροποίητη και οικουμενική, ένα τρελό όχημα που κινείται από το περιθώριο στις δεσπόζουσες δομές της οικογένειας, υπονομεύοντας τον μύθο που τη γέννησε. Στον επιθανάτιο ρόγχο της, η δασκάλα της Στρέλλας, η Μπέτι, επικαλείται τους αρχαίους, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, για να εξισώσει την καύλα με την τραγωδία. Σε μια αντιστροφή του οιδιπόδειου, η ηρωίδα προκαλεί τη μοίρα, σκαλίζει το παρελθόν της σαν να τρώγεται από αταβιστική φαγούρα και καταλήγει σε ένα οικογενειακό σχήμα που ο Κούτρας ανήγγειλε σατιρικά από τον Μουσακά, με την αποκαμωμένη, αισιόδοξη παρέα να κάνει τσάρκα στη Συγγρού το ξημέρωμα και τις πινακίδες του Νέου Κόσμου να χαϊδεύουν το κεφάλι τους.

 

Ο νέος κόσμος του Κούτρα είναι μια σειρά από γενναίες αποφάσεις που δεν σηκώνουν συζήτηση και πισωγύρισμα. Είναι αναγκαίες για επιβίωση, όπως και η επιμονή του σκηνοθέτη να γυρίσει αυτή την ταινία, σε πείσμα εκείνων που δεν εμπιστεύτηκαν το θέμα και δεν τη χρηματοδότησαν. Τι υπέροχη σύμπτωση να έχουμε τη ρεαλιστική Στρέλλα και τον εστετίστικο Κυνόδοντα την ίδια χρονιά - δυο ιδιοσυγκρασιακά και συναρπαστικά πονήματα για την ελληνική οικογένεια, που κάνουν τις οικογενειακές κωμωδίες και τα δράματα του εγχώριου σινεμά αλλά και της τηλεόρασης να μοιάζουν τόσο περιθωριακά και ξεπερασμένα.